Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Από τον Βέρθερο στο Φέισμπουκ


Του Παντελή Μπουκάλα

Δ​​ύο ειδήσεις για αλγόριθμους μας επιφύλαξε η περασμένη εβδομάδα: για τον αλγόριθμο του Φέισμπουκ κατά των αυτοκτονιών και για τον αλγόριθμο κατά των ψευδών ειδήσεων που παρουσίασε στο Ευρωκοινοβούλιο ο Βαλεντίνος Τζέκας, φοιτητής του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Με τη σειρά, αφού όμως παραθέσω πρώτα, από το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη και της Ακαδημίας Αθηνών, τον ορισμό του αλγόριθμου. Στα Μαθηματικά ο αλγόριθμος είναι ένα «σύνολο σαφών ενεργειών ή κανόνων, ικανών και αναγκαίων για την επίλυση προβλημάτων, μετά από επεξεργασία των δεδομένων στοιχείων». Στην Πληροφορική είναι η «λογική σειρά πράξεων, καθορισμένων βήμα προς βήμα και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο από το υπολογιστικό σύστημα, με στόχο την επίλυση ενός προβλήματος».

Γιατί το Φέισμπουκ, το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο, με περισσότερους από δύο δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως, βρέθηκε στην ανάγκη να εισαγάγει ένα νέο λογισμικό, ώστε με την παρακολούθηση των αναρτήσεων των χρηστών να εντοπίζονται όσοι εμφανίζουν σοβαρές τάσεις αυτοκτονίας; Ας δεχτούμε καλοπροαίρετα ότι εκτός από την έγνοια για την προστασία του προϊόντος, κάποια στιγμή, στα συμβούλια που προηγήθηκαν για να αποφασιστεί η πολιτική του δικτύου, ακούστηκε και ο όρος «κοινωνική ευθύνη», η οποία συνήθως σαρώνεται από τη βουλιμία του κέρδους· δεν γίνεσαι κολοσσός με καλή καρδιά και αγαθά αισθήματα. Το κύρος του Φέισμπουκ, η εικόνα του –αφού αυτή αποτελεί πάντα τη βασική προτεραιότητα– έχει τρωθεί βαρύτατα από τις αυτοκτονίες σε ζωντανή σύνδεση.


Ιδού λίγοι σχετικοί τίτλοι, που το μυαλό τούς συλλαβίζει με κάτι ανάμεσα σε μούδιασμα και τρόμο: «Λος Αντζελες, 31.1.2016. Ηθοποιός μετέδωσε λάιβ την αυτοκτονία του στο Φέισμπουκ. Μπήκε στο αυτοκίνητό του, άνοιξε τον προσωπικό του λογαριασμό και αυτοπυροβολήθηκε σε ζωντανή μετάδοση». «Τζόρτζια, ΗΠΑ, 12.1.2017. Μια δωδεκάχρονη αυτοκτόνησε σε λάιβ μετάδοση στο Φέισμπουκ, αφού πρώτα κατήγγειλε πως είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από συγγενικό της πρόσωπο. Το βίντεο της αυτοκτονίας της έχει διαδοθεί στο Διαδίκτυο και η αστυνομία αδυνατεί να πράξει οτιδήποτε για να διακόψει την κυκλοφορία του». «Καισάρεια Τουρκίας, 24.10.2017. Τούρκος αυτοκτόνησε σε Facebook live επειδή η κόρη του αποφάσισε να παντρευτεί δίχως την έγκρισή του».

Εχουμε άραγε μια νέα περίπτωση «βερθερισμού», προσαρμοσμένου στα μέτρα και στα πρότυπα της εποχής μας; Θυμίζω πως όταν ο Γκαίτε, παντελώς άσημος ακόμη, εξέδωσε το 1774 το πρώτο του βιβλίο, το επιστολογραφικό μυθιστόρημα «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», ακολούθησε ένα κύμα μιμητικών αυτοκτονιών. Πολλοί νεαροί αναγνώστες ταυτίστηκαν τόσο πολύ με τον ήρωα του έργου ώστε να ακολουθήσουν το «παράδειγμά» του έως την τραγική κατάληξή του: την αυτοκτονία. Ο Γκαίτε κατακρίθηκε σαν υπαίτιος από διάφορους «ηθικολόγους», όπως τους χαρακτηρίζει ο Τόμας Μαν, που υπογράμμιζε ότι οι μιμητές είχαν παραβλέψει την αυθεντική παραδειγματική στάση του ίδιου του Γκαίτε: όσο κι αν τον έλκυε ο θάνατος, όσο κι αν δοκίμαζε κάθε βράδυ να βυθίσει ένα στιλέτο στο στήθος του (ανεπιτυχώς, άρα ευτυχώς για εμάς), πολέμησε τη μελαγχολία του κι έγινε αυτός που έγινε.

Ψυχίατροι εξ αποστάσεως, ελληνικού τηλεοπτικού τύπου, και δίχως κανένα σχετικό εφόδιο, δεν δικαιούμαστε να γίνουμε, ούτε νομικοί χωρίς να έχουμε καμία γνώση του πεδίου. Να εικάσουμε μόνο δικαιούμαστε ότι ορισμένοι από όσους αυτοκτονούν μπροστά σε μια κάμερα που θα μεταδώσει την εικόνα του θανάτου τους στο οικουμενικό κοινό, θα αυτοχειριάζονταν έστω και αν δεν υπήρχε το Φέισμπουκ ή το Ινσταγκραμ. Η ερωτική απόγνωση, οι οικονομικές καταστροφές, οι βιασμοί, ακόμα και η πίστη σε άκρως συντηρητικές επιταγές κάποιας παράδοσης (ο πατέρας-αφέντης), δεν έπαψαν ποτέ να δουλεύουν σαν αιτίες αυτοκτονίας: από απελπισία, από βαριά ντροπή κτλ. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν εκμαιεύουν την επιθυμία του θανάτου. Αυτό που κάνουν είναι να γιγαντώνουν την επιθυμία της δημοσιότητας, η οποία στην πιο νοσηρή μορφή της οδηγεί τους λιγότερο ώριμους να γκρεμίζουν μόνοι τους το οχυρό της ιδιωτικότητάς τους και να παραδίδουν και τις προσωπικότερες στιγμές τους στον δημόσιο οφθαλμό (ένας κακόβουλος Πανόπτης Αργος πια το οικουμενικό κοινό).

Θυμάμαι εδώ ότι μια δεκαοκτάχρονη από την Αυστρία, τον Σεπτέμβριο του 2016, μήνυσε τους γονείς της επειδή ανέβασαν στο Φέισμπουκ, δίχως να τη ρωτήσουν, φωτογραφίες της που δεν της άρεσαν, εκθέτοντάς τη στον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο χλευασμού. «Οι γονείς μου δεν ντρέπονται. Και δεν έχουν κανένα όριο», είχε δηλώσει. Δεν θα έφταιγε βέβαια το δίκτυο αν η κοπελιά, έτσι άδεια που ένιωσε από τη στάση των γονιών της, από την προδοσία τους, αποφάσιζε να τερματίσει τη ζωή της. Αν όμως το δίκτυο είχε κάποια φραγή, αν απέκλειε λ.χ. την ανάρτηση φωτογραφιών με γυμνά ή ημίγυμνα παιδιά, δεν θα ήταν «λογοκρισία». Θα ήταν μέτρο προστασίας των ανηλίκων από όσους γονείς τυγχάνουν μέχρις ανοησίας παθιασμένοι με τη δημοσιότητα. Και δεν είναι λίγοι.

Κάνουν πάντως και κάτι ακόμα τα σόσιαλ μίντια: Επιτρέπουν την ταχύτατη εξάπλωση του ιού της κακότητας, της συκοφαντίας, της δολοφονίας χαρακτήρων. Το Διαδίκτυο, ένας δυνάμει παράδεισος γνώσεων, είναι ήδη η κόλαση της ανθρώπινης μικρότητας. Δεν έχουν όλοι τη δύναμη να καταπιούν το ιντερνετικό δηλητήριο και να μην πάθουν τίποτε. Πώς αντιδρούν οι υπερεταιρείες του ψηφιακού χώρου; Περίπου όπως οι φαρμακοβιομηχανίες. Με χαρακτηριστικότερο (εφιαλτικότερο μάλλον) παράδειγμα την ηρωίνη, που εισήχθη από την Μπάγερ σαν σιρόπι για τον βήχα και θαυματουργό αναλγητικό, τάχα μη εθιστικό, πολλές φορές οι έμποροι φαρμάκων βιάζονται να παραδώσουν στην αγορά το προϊόν τους, και ας ξέρουν ότι δεν είναι απολύτως ακίνδυνο· με τα αρχικά κέρδη προχωρούν σε διορθώσεις και βελτιώσεις και εισάγουν νέο σκεύασμα, με αυξημένη τιμή. Κάποιοι ασθενείς όχι μόνο δεν γιατρεύτηκαν, αλλά είδαν και νέα προβλήματα να τους ταλαιπωρούν; Ε, συμβαίνουν αυτά.

Παράπλευρες απώλειες, άλλωστε, δεν καταγράφονται μόνο στους πολέμους.

Κάπως ανάλογα δρουν και οι κολοσσοί σαν το Φέισμπουκ. Γνωρίζουν πως η απόλυτη ελευθερία που υπόσχονται (μια ψηφιακή «ουτοπία» που θα τρόμαζε τον Οργουελ), μπορεί να μετατραπεί ταχύτατα σε ψυχική και πνευματική υποδούλωση των πλέον αδυνάμων. Προτιμούν, όμως, να παρουσιαστούν με καθυστέρηση σαν θεραπευτές ενός προβλήματος που οι ίδιοι διευκόλυναν την εμφάνισή του, αν δεν την προκάλεσαν. Παλιά μου τέχνη...


http://www.kathimerini.gr/937198/opinion/epikairothta/politikh/apo-ton-ver8ero-sto-feismpoyk

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Nomophobia: Το νέο σύνδρομο της εποχής


 Έχετε νιώσει ποτέ να σας διακατέχει πανικός στην ιδέα ότι ξεχάσατε το κινητό σπίτι; Έχετε κοιτάξει ποτέ γεμάτη άγχος πόση μπαταρία έχετε στο κινητό από τον φόβο μην κλείσει; Σας έχει πιάσει άγχος έστω και για λίγο να μείνετε χωρίς κινητό; Τότε πιθανότατα πάσχετε από «Nomophobia».

Η Nomophobia -No mobile phone phobia-  είναι μια νέα τεχνολογική φοβία που περιγράφει το συναίσθημα που νιώθει κάποιος, όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο ή απλά δεν έχει πρόσβαση σε αυτό.


Ζώντας στην εποχή του smartphone η προσκόλλησή μας σε αυτό είναι δεδομένη, αρκεί να παρατηρήσει κανείς γύρω του ανθρώπους που ασχολούνται με αυτό ακόμη και όταν περπατούν στο δρόμο. Μάλιστα τα smartphones γίνονται ολοένα και περισσότερο το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για την πλοήγηση και την οργάνωση της καθημερινής μας ζωής. Από τη διατήρηση των ημερολογίων μας, τη λήψη οδηγιών και την άμεση επικοινωνία με άλλους, μέχρι την ενημέρωση μας για την επικαιρότητα ή οποιοδήποτε άλλο θέμα μας απασχολεί.

Επίσης αποθηκεύοντας σημαντικές φωτογραφίες μηνύματα, τα κινητά τηλέφωνα σήμερα λειτουργούν ως διέξοδο προσφέροντάς μας μια τεράστια γκάμα εφαρμογών, ιστοσελίδων και υπηρεσιών που μας επιτρέπει την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε περιεχόμενο που θεωρούμε ουσιαστικό.

Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιεί μέχρι στιγμής δείχνουν ότι τον μεγαλύτερο εθισμό παρουσιάζουν οι νέοι 18- 24 ετών με ποσοστό 77%, ενώ ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 25- 34 ετών με ποσοστό 68%.

Η συγκεκριμένη πάθηση προκύπτει συνήθως από την επιθυμία να δούμε τα κινητά μας τηλέφωνα κάθε φορά που βρισκόμαστε σε μια άβολη κατάσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τηλέφωνά παίρνουν το ρόλο ενός συντρόφου ή ενός φίλου που μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερη μοναξιά στο μετρό, το λεωφορείο, στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρεία ή σε ένα εστιατόριο που περιμένουμε την παρέα μας.

Ωστόσο, αυτό μπορεί να επιδεινωθεί και να μας κάνει εξαρτημένους από τα κινητά μας  για να ανακουφίσουμε το συναισθηματικό άγχος.

Ανησυχητικά σημάδια πρέπει να θεωρούνται τα εξής:


  • Παρουσιάζουμε αδυναμία να κλείσουμε το κινητό μας και να απομακρυνθούμε από αυτό
  • Έχουμε την τάση να ελέγχουμε μανιωδώς τις ειδοποιήσεις μηνυμάτων, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αναπάντητων κλήσεων
  • Επιθυμούμε να έχουμε συνέχεια το κινητό συνδεδεμένο με το φορτιστή για να μην αδειάσει η μπαταρία.
  • Πολλές φορές νομίζουμε ότι ακούσαμε το τηλέφωνο μας να χτυπάει, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε λάβει ούτε κλήσεις ούτε μηνύματα
  • Δημοσιεύουμε τακτικά φωτογραφίες και δημοσιεύσεις από τις δραστηριότητες και από τα μέρη που έχουμε παρευρεθεί
  • Αν κλείσει το κινητό μας νιώθουμε αυτόματα απομονωμένοι
  • Όταν είμαστε με φίλους ασχολούμαστε συνέχεια με το κινητό. Μερικές φορές δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση επειδή μιλάμε στο τηλέφωνο με κάποιον άλλον
  • Είμαστε περισσότερο συνδεδεμένοι αλλά και πιο μόνοι



Ο λόγος που υποφέρει κάποιος από αυτήν την νέα πάθηση είναι επειδή αισθάνεται την ανάγκη να συμμετέχει στη σχέση που του δίνει η τεχνολογία.

Τώρα, δεν έχει σημασία αν η οικογένειά σας και οι φίλοι σας βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Με απλό μήνυμα, κλήση ή συνομιλία μέσω βίντεο, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί τους χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν υπάρχουν εμπόδια. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είμαστε περισσότερο συνδεδεμένοι από ποτέ, αισθανόμαστε μεγαλύτερη μοναξιά.

Τα άτομα που πάσχουν από nomophobia πάντα δημοσιεύουν για τη ζωή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξαρτώνται πολύ από τους γύρω τους. Ωστόσο, αυτό που μπορείτε να δείτε δεν είναι πάντα πραγματικό.

Όταν ένα άτομο πάσχει από την περίεργη αυτή ασθένεια, θα συγκρίνει πάντα τη ζωή του με εκείνη των άλλων. Θα νιώθει άσχημα γιατί οι άλλοι κάνουν ταξίδια, ενώ εκείνος βρίσκεται στον καναπέ του, κοιτάζοντας το τηλέφωνό του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα θα μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και στην κατάθλιψη.

Επιπτώσεις

Αυτή η εξάρτηση έχει σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες. Για παράδειγμα, έρευνα σχετικά με τη μνήμη έδειξε ότι όταν έχουμε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφοριών για συγκεκριμένα θέματα που έχουμε στη διάθεσή μας, τότε αυτό μειώνει το κίνητρ μας και την ικανότητά μας να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε τη γνώση για το συγκεκριμένο θέμα.

Στο παρελθόν, οι κύριες πηγές πληροφοριών για κάποιο θέμα ήταν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αλλά τώρα έχουμε μια πηγή παντογνωσίας στις τσέπες μας. Γιατί να πρέπει να θυμόμαστε τα πάντα, όταν μπορούμε να ρωτήσουμε τη Siri; Μάλιστα η έρευνα διαπιστώνει ότι το αίσθημα που νιώθουν όσοι δεν έχουν το κινητό τους είναι παρόμοιο με αυτό της απόρριψης από έναν ερωτικό σύντροφο ή κάποιου χωρισμού. Το άτομο νιώθει σαν να χάνει κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια του.

«Οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν τα τηλέφωνά τους μόνο για να μιλήσουν με άλλους. Πρόκειται για μια συσκευή συνδεδεμένη στο διαδίκτυο που επιτρέπει στους ανθρώπους να ασχολούνται με πολλές πτυχές της ζωής τους. Θα πρέπει να αφαιρέσετε χειρουργικά ένα τηλέφωνο από έναν έφηβο, επειδή ολόκληρη η ζωή του είναι ριζωμένη σε αυτήν τη συσκευή», αναφέρουν οι επιστήμονες.

Παράλληλα, αμερικανική μελέτη υποστηρίζει πως... μια μέρα μακριά από το smartphone μπορεί να προκαλέσει σε αρκετούς υψηλότερη πίεση και να αυξήσει τους παλμούς.

Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδίνου, τονίζοντας ότι το άγχος του αποχωρισμού από το smartphone θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο στο μέλλον, καθώς η τεχνολογία θα γίνεται πιο εξατομικευμένη και οι άνθρωποι θα εξαρτώνται περισσότερο από αυτήν.

Η «nomophobia» μέχρι στιγμής δεν έχει κατηγοριοποιηθεί ως μία ειδική ψυχική δυσλειτουργία, ωστόσο μελέτες έχουν δείξει ότι η προσκόλληση στα smartphone μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.

Νωρίτερα φέτος, έρευνα του McCombs School of Business διαπίστωσε πως το να έχουμε απλώς ένα κινητό σε σημείο προσβάσιμο σε εμάς, ακόμη κι αν είναι κλειστό ή με την οθόνη αναποδογυρισμένη, μπορεί να μειώσει την αντιληπτική ικανότητα. 

Στην εποχή που διανύουμε, όπου ολόκληρη γενιά γεννήθηκε μέσα στο άγχος της έκθεσης και της αυτοπροβολής, ερχόμαστε αντιμέτωποι με επιπρόσθετο φορτίο στρες και άγχους, το οποίο μας μεταφέρει η αλόγιστη χρήση του κινητού. Μήπως ήρθε η ώρα να εντοπίσουμε το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε;
http://tvxs.gr/news/ygeia/nomophobia-neo-syndromo-tis-epoxis

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Our minds can be hijacked': the tech insiders who fear a smartphone dystopia


Διαβάστε το παρακάτω άρθρο σε συνδυασμό με το κείμενο "Τεχνική και Εκπαίδευση" του Ε.Π.Παπανούτσου
The Guardian · by Paul Lewis · October 6, 2017
Justin Rosenstein had tweaked his laptop’s operating system to block Reddit, banned himself from Snapchat, which he compares to heroin, and imposed limits on his use of Facebook. But even that wasn’t enough. In August, the 34-year-old tech executive took a more radical step to restrict his use of social media and other addictive technologies.
Rosenstein purchased a new iPhone and instructed his assistant to set up a parental-control feature to prevent him from downloading any apps.
He was particularly aware of the allure of Facebook “likes”, which he describes as “bright dings of pseudo-pleasure” that can be as hollow as they are seductive. And Rosenstein should know: he was the Facebook engineer who created the “like” button in the first place.
A decade after he stayed up all night coding a prototype of what was then called an “awesome” button, Rosenstein belongs to a small but growing band of Silicon Valley heretics who complain about the rise of the so-called “attention economy”: an internet shaped around the demands of an advertising economy.
These refuseniks are rarely founders or chief executives, who have little incentive to deviate from the mantra that their companies are making the world a better place. Instead, they tend to have worked a rung or two down the corporate ladder: designers, engineers and product managers who, like Rosenstein, several years ago put in place the building blocks of a digital world from which they are now trying to disentangle themselves. “It is very common,” Rosenstein says, “for humans to develop things with the best of intentions and for them to have unintended, negative consequences.”
Rosenstein, who also helped create Gchat during a stint at Google, and now leads a San Francisco-based company that improves office productivity, appears most concerned about the psychological effects on people who, research shows, touch, swipe or tap their phone 2,617 times a day.
There is growing concern that as well as addicting users, technology is contributing toward so-called “continuous partial attention”, severely limiting people’s ability to focus, and possibly lowering IQ. One recent study showed that the mere presence of smartphones damages cognitive capacity – even when the device is turned off. “Everyone is distracted,” Rosenstein says. “All of the time.”
But those concerns are trivial compared to the devastating impact upon the political system that some of Rosenstein’s peers believe can be attributed to the rise of social media and the attention-based market that drives it.
Drawing a straight line between addiction to social media and political earthquakes like Brexit and the rise of Donald Trump, they contend that digital forces have completely upended the political system and, left unchecked, could even render democracy as we know it obsolete.
In 2007, Rosenstein was one of a small group of Facebook employees who decided to create a path of least resistance – a single click – to “send little bits of positivity” across the platform. Facebook’s “like” feature was, Rosenstein says, “wildly” successful: engagement soared as people enjoyed the short-term boost they got from giving or receiving social affirmation, while Facebook harvested valuable data about the preferences of users that could be sold to advertisers. The idea was soon copied by Twitter, with its heart-shaped “likes” (previously star-shaped “favourites”), Instagram, and countless other apps and websites.
It was Rosenstein’s colleague, Leah Pearlman, then a product manager at Facebook and on the team that created the Facebook “like”, who announced the feature in a 2009 blogpost. Now 35 and an illustrator, Pearlman confirmed via email that she, too, has grown disaffected with Facebook “likes” and other addictive feedback loops. She has installed a web browser plug-in to eradicate her Facebook news feed, and hired a social media manager to monitor her Facebook page so that she doesn’t have to.
Justin Rosenstein, the former Google and Facebook engineer who helped build the ‘like’ button: ‘Everyone is distracted. All of the time.’ Photograph: Courtesy of Asana Communications
“One reason I think it is particularly important for us to talk about this now is that we may be the last generation that can remember life before,” Rosenstein says. It may or may not be relevant that Rosenstein, Pearlman and most of the tech insiders questioning today’s attention economy are in their 30s, members of the last generation that can remember a world in which telephones were plugged into walls.
It is revealing that many of these younger technologists are weaning themselves off their own products, sending their children to elite Silicon Valley schools where iPhones, iPads and even laptops are banned. They appear to be abiding by a Biggie Smalls lyric from their own youth about the perils of dealing crack cocaine: never get high on your own supply.

One morning in April this year, designers, programmers and tech entrepreneurs from across the world gathered at a conference centre on the shore of the San Francisco Bay. They had each paid up to $1,700 to learn how to manipulate people into habitual use of their products, on a course curated by conference organiser Nir Eyal.
Eyal, 39, the author of Hooked: How to Build Habit-Forming Products, has spent several years consulting for the tech industry, teaching techniques he developed by closely studying how the Silicon Valley giants operate.
“The technologies we use have turned into compulsions, if not full-fledged addictions,” Eyal writes. “It’s the impulse to check a message notification. It’s the pull to visit YouTube, Facebook, or Twitter for just a few minutes, only to find yourself still tapping and scrolling an hour later.” None of this is an accident, he writes. It is all “just as their designers intended”.
He explains the subtle psychological tricks that can be used to make people develop habits, such as varying the rewards people receive to create “a craving”, or exploiting negative emotions that can act as “triggers”. “Feelings of boredom, loneliness, frustration, confusion and indecisiveness often instigate a slight pain or irritation and prompt an almost instantaneous and often mindless action to quell the negative sensation,” Eyal writes.
Attendees of the 2017 Habit Summit might have been surprised when Eyal walked on stage to announce that this year’s keynote speech was about “something a little different”. He wanted to address the growing concern that technological manipulation was somehow harmful or immoral. He told his audience that they should be careful not to abuse persuasive design, and wary of crossing a line into coercion.
But he was defensive of the techniques he teaches, and dismissive of those who compare tech addiction to drugs. “We’re not freebasing Facebook and injecting Instagram here,” he said. He flashed up a slide of a shelf filled with sugary baked goods. “Just as we shouldn’t blame the baker for making such delicious treats, we can’t blame tech makers for making their products so good we want to use them,” he said. “Of course that’s what tech companies will do. And frankly: do we want it any other way?”
Without irony, Eyal finished his talk with some personal tips for resisting the lure of technology. He told his audience he uses a Chrome extension, called DF YouTube, “which scrubs out a lot of those external triggers” he writes about in his book, and recommended an app called Pocket Points that “rewards you for staying off your phone when you need to focus”.
Finally, Eyal confided the lengths he goes to protect his own family. He has installed in his house a outlet timer connected to a router that cuts off access to the internet at a set time every day. “The idea is to remember that we are not powerless,” he said. “We are in control.”
But are we? If the people who built these technologies are taking such radical steps to wean themselves free, can the rest of us reasonably be expected to exercise our free will?
Not according to Tristan Harris, a 33-year-old former Google employee turned vocal critic of the tech industry. “All of us are jacked into this system,” he says. “All of our minds can be hijacked. Our choices are not as free as we think they are.”
Harris, who has been branded “the closest thing Silicon Valley has to a conscience”, insists that billions of people have little choice over whether they use these now ubiquitous technologies, and are largely unaware of the invisible ways in which a small number of people in Silicon Valley are shaping their lives.
A graduate of Stanford University, Harris studied under BJ Fogg, a behavioural psychologist revered in tech circles for mastering the ways technological design can be used to persuade people. Many of his students, including Eyal, have gone on to prosperous careers in Silicon Valley.
Tristan Harris, a former Google employee, is now a critic of the tech industry: ‘Our choices are not as free as we think they are.’ Photograph: Robert Gumpert for the Guardian
Harris is the student who went rogue; a whistleblower of sorts, he is lifting the curtain on the vast powers accumulated by technology companies and the ways they are using that influence. “A handful of people, working at a handful of technology companies, through their choices will steer what a billion people are thinking today,” he said at a recent TED talk in Vancouver.
“I don’t know a more urgent problem than this,” Harris says. “It’s changing our democracy, and it’s changing our ability to have the conversations and relationships that we want with each other.” Harris went public – giving talks, writing papers, meeting lawmakers and campaigning for reform after three years struggling to effect change inside Google’s Mountain View headquarters.
It all began in 2013, when he was working as a product manager at Google, and circulated a thought-provoking memo, A Call To Minimise Distraction & Respect Users’ Attention, to 10 close colleagues. It struck a chord, spreading to some 5,000 Google employees, including senior executives who rewarded Harris with an impressive-sounding new job: he was to be Google’s in-house design ethicist and product philosopher.
Looking back, Harris sees that he was promoted into a marginal role. “I didn’t have a social support structure at all,” he says. Still, he adds: “I got to sit in a corner and think and read and understand.”
He explored how LinkedIn exploits a need for social reciprocity to widen its network; how YouTube and Netflix autoplay videos and next episodes, depriving users of a choice about whether or not they want to keep watching; how Snapchat created its addictive Snapstreaks feature, encouraging near-constant communication between its mostly teenage users.
The techniques these companies use are not always generic: they can be algorithmically tailored to each person. An internal Facebook report leaked this year, for example, revealed that the company can identify when teens feel “insecure”, “worthless” and “need a confidence boost”. Such granular information, Harris adds, is “a perfect model of what buttons you can push in a particular person”.
Tech companies can exploit such vulnerabilities to keep people hooked; manipulating, for example, when people receive “likes” for their posts, ensuring they arrive when an individual is likely to feel vulnerable, or in need of approval, or maybe just bored. And the very same techniques can be sold to the highest bidder. “There’s no ethics,” he says. A company paying Facebook to use its levers of persuasion could be a car business targeting tailored advertisements to different types of users who want a new vehicle. Or it could be a Moscow-based troll farm seeking to turn voters in a swing county in Wisconsin.
Harris believes that tech companies never deliberately set out to make their products addictive. They were responding to the incentives of an advertising economy, experimenting with techniques that might capture people’s attention, even stumbling across highly effective design by accident.
A friend at Facebook told Harris that designers initially decided the notification icon, which alerts people to new activity such as “friend requests” or “likes”, should be blue. It fit Facebook’s style and, the thinking went, would appear “subtle and innocuous”. “But no one used it,” Harris says. “Then they switched it to red and of course everyone used it.”
Facebook’s headquarters in Menlo Park, California. The company’s famous ‘likes’ feature has been described by its creator as ‘bright dings of pseudo-pleasure’. Photograph: Bloomberg/Bloomberg via Getty Images
That red icon is now everywhere. When smartphone users glance at their phones, dozens or hundreds of times a day, they are confronted with small red dots beside their apps, pleading to be tapped. “Red is a trigger colour,” Harris says. “That’s why it is used as an alarm signal.”
The most seductive design, Harris explains, exploits the same psychological susceptibility that makes gambling so compulsive: variable rewards. When we tap those apps with red icons, we don’t know whether we’ll discover an interesting email, an avalanche of “likes”, or nothing at all. It is the possibility of disappointment that makes it so compulsive.
It’s this that explains how the pull-to-refresh mechanism, whereby users swipe down, pause and wait to see what content appears, rapidly became one of the most addictive and ubiquitous design feature in modern technology. “Each time you’re swiping down, it’s like a slot machine,” Harris says. “You don’t know what’s coming next. Sometimes it’s a beautiful photo. Sometimes it’s just an ad.”

The designer who created the pull-to-refresh mechanism, first used to update Twitter feeds, is Loren Brichter, widely-admired in the app-building community for his sleek and intuitive designs.
Now 32, Brichter says he never intended the design to be addictive – but would not dispute the slot machine comparison. “I agree 100%,” he says. “I have two kids now and I regret every minute that I’m not paying attention to them because my smartphone has sucked me in.”
Brichter created the feature in 2009 for Tweetie, his startup, mainly because he could not find anywhere to fit the “refresh” button on his app. Holding and dragging down the feed to update seemed at the time nothing more than a “cute and clever” fix. Twitter acquired Tweetie the following year, integrating pull-to-refresh into its own app.
Since then the design has become one of the most widely emulated features in apps; the downward-pull action is, for hundreds of millions of people, as intuitive as scratching an itch.
Brichter says he is puzzled by the longevity of the feature. In an era of push notification technology, apps can automatically update content without being nudged by the user. “It could easily retire,” he says. Instead it appears to serve a psychological function: after all, slot machines would be far less addictive if gamblers didn’t get to pull the lever themselves. Brichter prefers another comparison: that it is like the redundant “close door” button in some elevators with automatically closing doors. “People just like to push it.”
All of which has left Brichter, who has put his design work on the backburner while he focuses on building a house in New Jersey, questioning his legacy. “I’ve spent many hours and weeks and months and years thinking about whether anything I’ve done has made a net positive impact on society or humanity at all,” he says. He has blocked certain websites, turned off push notifications, restricted his use of the Telegram app to message only with his wife and two close friends, and tried to wean himself off Twitter. “I still waste time on it,” he confesses, “just reading stupid news I already know about.” He charges his phone in the kitchen, plugging it in at 7pm and not touching it until the next morning.
“Smartphones are useful tools,” he says. “But they’re addictive. Pull-to-refresh is addictive. Twitter is addictive. These are not good things. When I was working on them, it was not something I was mature enough to think about. I’m not saying I’m mature now, but I’m a little bit more mature, and I regret the downsides.”
Not everyone in his field appears racked with guilt. The two inventors listed on Apple’s patent for “managing notification connections and displaying icon badges” are Justin Santamaria and Chris Marcellino. Both were in their early 20s when they were hired by Apple to work on the iPhone. As engineers, they worked on the behind-the-scenes plumbing for push-notification technology, introduced in 2009 to enable real-time alerts and updates to hundreds of thousands of third-party app developers. It was a revolutionary change, providing the infrastructure for so many experiences that now form a part of people’s daily lives, from ordering an Uber to making a Skype call to receiving breaking news updates.
Loren Brichter, who in 2009 designed the pull-to-refresh feature now used by many apps, on the site of the home he’s building in New Jersey: ‘Smartphones are useful tools, but they’re addictive ... I regret the downsides.’ Photograph: Tim Knox for the Guardian
But notification technology also enabled a hundred unsolicited interruptions into millions of lives, accelerating the arms race for people’s attention. Santamaria, now 36, who now runs a startup after a stint as the head of mobile at Airbnb, says the technology he developed at Apple was not “inherently good or bad”. “This is a larger discussion for society,” he says. “Is it OK to shut off my phone when I leave work? Is it OK if I don’t get right back to you? Is it OK that I’m not ‘liking’ everything that goes through my Instagram screen?”
His then colleague, Marcellino, agrees. “Honestly, at no point was I sitting there thinking: let’s hook people,” he says. “It was all about the positives: these apps connect people, they have all these uses – ESPN telling you the game has ended, or WhatsApp giving you a message for free from your family member in Iran who doesn’t have a message plan.”
A few years ago Marcellino, 33, left the Bay Area, and is now the final stages of retraining to be a neurosurgeon. He stresses he is no expert on addiction, but says he has picked up enough in his medical training to know that technologies can affect the same neurological pathways as gambling and drug use. “These are the same circuits that make people seek out food, comfort, heat, sex,” he says.
All of it, he says, is reward-based behaviour that activates the brain’s dopamine pathways. He sometimes finds himself clicking on the red icons beside his apps “to make them go away”, but is conflicted about the ethics of exploiting people’s psychological vulnerabilities. “It is not inherently evil to bring people back to your product,” he says. “It’s capitalism.”
That, perhaps, is the problem. Roger McNamee, a venture capitalist who benefited from hugely profitable investments in Google and Facebook, has grown disenchanted with both companies, arguing that their early missions have been distorted by the fortunes they have been able to earn through advertising.
He identifies the advent of the smartphone as a turning point, raising the stakes in an arms race for people’s attention. “Facebook and Google assert with merit that they are giving users what they want,” McNamee says. “The same can be said about tobacco companies and drug dealers.”
That would be a remarkable assertion for any early investor in Silicon Valley’s most profitable behemoths. But McNamee, 61, is more than an arms-length money man. Once an adviser to Mark Zuckerberg, 10 years ago McNamee introduced the Facebook CEO to his friend, Sheryl Sandberg, then a Google executive who had overseen the company’s advertising efforts. Sandberg, of course, became chief operating officer at Facebook, transforming the social network into another advertising heavyweight.
McNamee chooses his words carefully. “The people who run Facebook and Google are good people, whose well-intentioned strategies have led to horrific unintended consequences,” he says. “The problem is that there is nothing the companies can do to address the harm unless they abandon their current advertising models.”
Google’s headquarters in Silicon Valley. One venture capitalist believes that, despite an appetite for regulation, some tech companies may already be too big to control: ‘The EU recently penalised Google $2.42bn for anti-monopoly violations, and Google’s shareholders just shrugged.’ Photograph: Ramin Talaie for the Guardian
But how can Google and Facebook be forced to abandon the business models that have transformed them into two of the most profitable companies on the planet?
McNamee believes the companies he invested in should be subjected to greater regulation, including new anti-monopoly rules. In Washington, there is growing appetite, on both sides of the political divide, to reign in Silicon Valley. But McNamee worries the behemoths he helped build may already be too big to curtail. “The EU recently penalised Google $2.42bn for anti-monopoly violations, and Google’s shareholders just shrugged,” he says.
Rosenstein, the Facebook “like” co-creator, believes there may be a case for state regulation of “psychologically-manipulative advertising”, saying the moral impetus is comparable to taking action against fossil fuel or tobacco companies. “If we only care about profit maximisation,” he says, “we will go rapidly into dystopia.”

James Williams does not believe talk of dystopia is far-fetched. The ex-Google strategist who built the metrics system for the company’s global search advertising business, he has had a front-row view of an industry he describes as the “largest, most standardised and most centralised form of attentional control in human history”.
Williams, 35, left Google last year, and is on the cusp of completing a PhD at Oxford University exploring the ethics of persuasive design. It is a journey that has led him to question whether democracy can survive the new technological age.
He says his epiphany came a few years ago, when he noticed he was surrounded by technology that was inhibiting him from concentrating on the things he wanted to focus on. “It was that kind of individual, existential realisation: what’s going on?” he says. “Isn’t technology supposed to be doing the complete opposite of this?”
That discomfort was compounded during a moment at work, when he glanced at one of Google’s dashboards, a multicoloured display showing how much of people’s attention the company had commandeered for advertisers. “I realised: this is literally a million people that we’ve sort of nudged or persuaded to do this thing that they weren’t going to otherwise do,” he recalls.
He embarked on several years of independent research, much of it conducted while working part-time at Google. About 18 months in, he saw the Google memo circulated by Harris and the pair became allies, struggling to bring about change from within.
Williams and Harris left Google around the same time, and co-founded an advocacy group, Time Well Spent, that seeks to build public momentum for a change in the way big tech companies think about design. Williams finds it hard to comprehend why this issue is not “on the front page of every newspaper every day.
“Eighty-seven percent of people wake up and go to sleep with their smartphones,” he says. The entire world now has a new prism through which to understand politics, and Williams worries the consequences are profound.
The same forces that led tech firms to hook users with design tricks, he says, also encourage those companies to depict the world in a way that makes for compulsive, irresistible viewing. “The attention economy incentivises the design of technologies that grab our attention,” he says. “In so doing, it privileges our impulses over our intentions.”
That means privileging what is sensational over what is nuanced, appealing to emotion, anger and outrage. The news media is increasingly working in service to tech companies, Williams adds, and must play by the rules of the attention economy to “sensationalise, bait and entertain in order to survive”.
Tech and the rise of Trump: as the internet designs itself around holding our attention, politics and the media has become increasingly sensational. Photograph: John Locher/AP
In the wake of Donald Trump’s stunning electoral victory, many were quick to question the role of so-called “fake news” on Facebook, Russian-created Twitter bots or the data-centric targeting efforts that companies such as Cambridge Analytica used to sway voters. But Williams sees those factors as symptoms of a deeper problem.
It is not just shady or bad actors who were exploiting the internet to change public opinion. The attention economy itself is setup to promote a phenomenon like Trump, who is masterful at grabbing and retaining the attention of supporters and critics alike, often by exploiting or creating outrage.
Williams was making this case before the president was elected. In a blog published a month before the US election, Williams sounded the alarm bell on an issue he argued was a “far more consequential question” than whether Trump reached the White House. The reality TV star’s campaign, he said, had heralded a watershed in which “the new, digitally supercharged dynamics of the attention economy have finally crossed a threshold and become manifest in the political realm”.
Williams saw a similar dynamic unfold months earlier, during the Brexit campaign, when the attention economy appeared to him biased in favour of the emotional, identity-based case for the UK leaving the European Union. He stresses these dynamics are by no means isolated to the political right: they also play a role, he believes, in the unexpected popularity of leftwing politicians such as Bernie Sanders and Jeremy Corbyn, and the frequent outbreaks of internet outrage over issues that ignite fury among progressives.
All of which, Williams says, is not only distorting the way we view politics but, over time, may be changing the way we think, making us less rational and more impulsive. “We’ve habituated ourselves into a perpetual cognitive style of outrage, by internalising the dynamics of the medium,” he says.
It is against this political backdrop that Williams argues the fixation in recent years with the surveillance state fictionalised by George Orwell may have been misplaced. It was another English science fiction writer, Aldous Huxley, who provided the more prescient observation when he warned that Orwellian-style coercion was less of a threat to democracy than the more subtle power of psychological manipulation, and “man’s almost infinite appetite for distractions”.
Since the US election, Williams has explored another dimension to today’s brave new world. If the attention economy erodes our ability to remember, to reason, to make decisions for ourselves – faculties that are essential to self-governance – what hope is there for democracy itself?
“The dynamics of the attention economy are structurally set up to undermine the human will,” he says. “If politics is an expression of our human will, on individual and collective levels, then the attention economy is directly undermining the assumptions that democracy rests on.” If Apple, Facebook, Google, Twitter, Instagram and Snapchat are gradually chipping away at our ability to control our own minds, could there come a point, I ask, at which democracy no longer functions?
“Will we be able to recognise it, if and when it happens?” Williams replies. “And if we can’t, then how do we know it hasn’t happened already?”
https://www.theguardian.com/technology/2017/oct/05/smartphone-addiction-silicon-valley-dystopia

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Παλιά και νέα fake news


Τ​​ο 1897, εκτός από τον δικό μας πόλεμο, σιγόβραζε και η επανάσταση της Ανεξαρτησίας της Κούβας από την ισπανική κατοχή. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς, ο Αμερικανός εκδότης Γουίλιαμ Ρούντολφ Χιρστ έστειλε τον μεγάλο εικονογράφο της εποχής Φρέντερικ Ρέμινγκτον για να καλύψει την κουβανική εξέγερση· εκείνη την εποχή οι εικονογράφοι είχαν και τον ρόλο του ανταποκριτή. Ο Ρέμινγκτον πήγε και αμέσως τηλεγράφησε στον εκδότη του: «Ολα είναι ήσυχα. Δεν υπάρχουν φασαρίες. Δεν θα γίνει πόλεμος. Επιθυμώ να γυρίσω». Ο Χιρστ τού ανταπάντησε: «Παρακαλώ, μείνε. Αν μου προμηθεύσεις τις εικόνες, θα σου προμηθεύσω εγώ τον πόλεμο». Πράγματι, μετά μια σειρά γεγονότων και άλλων τόσων πλασματικών ειδήσεων, το 1898 οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στην Ισπανία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η βύθιση του αμερικανικού πλοίου «USS Maine», από άγνωστα μέχρι σήμερα αίτια, γεγονός το οποίο οι εφημερίδες του Χιρστ απέδωσαν σε μια «διαβολική μηχανή» των Ισπανών.

Οι αιτίες ενός πολέμου είναι σύνθετες, αλλά πολλοί θεωρούν πως ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος ήταν προσωπικό στοίχημα τριών εκδοτών: Γουίλιαμ Ρούντολφ Χιρστ, Τζόσεφ Πούλιτζερ –γνωστού από τα βραβεία που θέσπισε με τη διαθήκη του– και Ισαάκ Τεμπλ, με τους δύο πρώτους να διαδραματίζουν τον βασικό ρόλο. Αυτό παλιότερα, ακόμη και στα ακαδημαϊκά εγχειρίδια, ονομαζόταν «κιτρινισμός». Σήμερα λέγεται fake news, «πλασματικά νέα», ένας όρος που είχε εμφανιστεί και το 1894, αλλά τότε δεν κέρδισε το μυαλό και την καρδιά των αναγνωστών.

Δεν υπάρχει ορισμός

Παρόλο που άπαντες χρησιμοποιούν τον όρο, δεν υπάρχει ο ορισμός της έννοιας fake news. Είναι αυτό που λέγαμε παλιότερα «κατασκευασμένες ειδήσεις», «αποπληροφόρηση», «προπαγάνδα», «spin» κ.λπ. Δεν ήταν, για παράδειγμα, fake news η διάσημη φωτογραφία της ύψωσης της σημαίας στο Ράιχσταγκ, από την οποία αφαιρέθηκε με αερογράφο το δεύτερο ρολόι που φορούσε ένας Σοβιετικός στρατιώτης επειδή υπονοούσε ότι αυτό ήταν καρπός λεηλασίας; Δεν ήταν fake news η δεύτερη –και καλή– φωτογράφιση για την ύψωση της αμερικανικής σημαίας στην Ιβοζίμα, που έγινε το σύμβολο ενός έθνους;

Σε εποχές συγκρούσεων, γενικώς, κυκλοφορεί πολλή προπαγάνδα: από τις νίκες που είχαν στην Κύπρο τα ελληνικά στρατεύματα τις τρεις πρώτες ημέρες της εισβολής –αυτό τουλάχιστον μετέδιδε το ΕΙΡΤ– μέχρι τα πτώματα της Τιμισοάρας, τον κορμοράνο του Κόλπου, τον ναζιστικό χαιρετισμό του Ουκρανού πρωθυπουργού, το βίντεο με τον ξυλοδαρμό στη Βενεζουέλα, πολλοί χρησιμοποίησαν τα ΜΜΕ για την επίτευξη πολιτικών στόχων.

Αλλά και σε καιρούς ειρήνης τα πράγματα είναι δύσκολα. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα «θαυματουργά φάρμακα», από το νερό του Καματερού (το μεγαλύτερο ίσως fake news της Μεταπολίτευσης) μέχρι τη φραπελιά, μέχρι το δηλητήριο του γαλάζιου σκορπιού της Κούβας και μέχρι την ιατρική κάνναβη. Γενικώς κυκλοφορούν πολλά φάρμακα διά πάσαν νόσον. Ειδικώς στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει ασθένεια που δεν θεραπεύεται με κάποιο θαυματουργό τρόπο. Από την Αγία Ζώνη της Παναγιάς μέχρι μετεωρίτες που έπεσαν κάποτε στη Γη.

Ας αφήσουμε όμως το Διαδίκτυο, που δεν ξέρουμε από πού κρατά η σκούφια των περισσότερων δημοσιευμάτων, και ας ασχοληθούμε με τα ελληνικά ΜΜΕ, αυτά που εσχάτως ονομάζονται και «συστημικά». Εχουμε –ως χώρος– πρόβλημα; Τεράστιο και παλιό.

Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Κατ’ αρχάς, πρέπει να ξεχωρίσουμε τα fake news από τις δημοσιογραφικές γκάφες. Τα πρώτα προϋποθέτουν βούληση. Στις 7 Μαΐου του 2012 η εφημερίδα «Αυγή» είχε πρωτοσέλιδο τίτλο «Εντολή Αριστερά» και μια ιστορική φωτογραφία με τον κ. Αλέξη Τσίπρα να πανηγυρίζει στα Προπύλαια. Πίσω του ανέμιζε μια κόκκινη σημαία. Στην «Αυγή» η σημαία ήταν κενή. Στην πραγματικότητα, όμως, η σημαία ήταν μιας κομμουνιστικής συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ και στην αληθινή της εκδοχή είχε το σφυροδρέπανο με το αστέρι. Η αφαίρεση του κομμουνιστικού συμβόλου δικαιολογήθηκε από την «Αυγή» (9.5.2012) επειδή η πραγματική φωτογραφία θα έδινε την εντύπωση ότι η νίκη ήταν της ΚΟΕ και όχι του ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, με την ίδια λογική και από την ιστορική φωτογραφία του 1945 στο Ράιχσταγκ έπρεπε να αφαιρεθεί το σφυροδρέπανο, διότι έτσι δίνεται η εντύπωση ότι η νίκη κατά του ναζισμού ήταν αποκλειστικό έργο των Σοβιετικών και όχι όλων των συμμάχων. Για να δημιουργηθούν fake news πρέπει να υπάρχει βούληση αλλοίωσης της πραγματικότητας. Ασχέτως για ποιους λόγους γίνεται η παραποίηση.

Ουδεμία επανόρθωση

Δεύτερο χαρακτηριστικό των fake news είναι η επιμονή στην υποτιθέμενη ορθότητά τους. Ακούσαμε ποτέ επανόρθωση για το «επαχθές» του ελληνικού χρέους; Γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα και έγινε κοτζάμ επιτροπή της Βουλής. Μάθαμε έστω εκ των υστέρων ότι «το επαχθές χρέος είναι οριοθετημένο στο δίκαιο και αφορά το χρέος που δημιουργούν δικτατορικές κυβερνήσεις και όχι εκλεγμένες;». Ακούσαμε ποτέ μια επανόρθωση για τα fake news των παιδιών που «λιποθυμούσαν από ασιτία» και όλως παραδόξως σταμάτησαν το 2015; Προσοχή: Δεν μιλάμε για φτώχεια, δεν μιλάμε για ελλιπή ή κακή σίτιση των παιδιών, που είναι η πραγματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης. Η «είδηση» έλεγε ότι κάποια παιδιά σωριάστηκαν λιπόθυμα στις αίθουσες επειδή δεν είχαν φάει για 5 (;), 10 (;) ημέρες.

Τα ελληνικά ΜΜΕ, χτυπημένα σοβαρά από την κρίση, κάνουν μεγάλες προσπάθειες για να ανακτήσουν αξιοπιστία. Εχουν βέβαια πολύ δρόμο, και πρέπει να τον πετύχουν τώρα με μικρότερες κυκλοφορίες/ακροαματικότητες/θεαματικότητες και λιγότερα έσοδα από τις διαφημίσεις. Η επίθεση όμως που τους γίνεται υπό την ταμπέλα «συστημικά Μέσα» δεν έχει σκοπό να διορθωθούν, αλλά περισσότερο να συμμορφωθούν στις επιταγές μιας αριστερόστροφης αντίληψης και μιας δήθεν «αριστερής» κυβέρνησης. Εξάλλου, και το 1999 τα ΜΜΕ ήταν «συστημικά» όταν χαρακτηρίζονταν «τα καλύτερα ΜΜΕ του κόσμου». Χαρακτηρίζονταν έτσι διότι κατά τη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού πολέμου το BBC, οι New York Times, η Le Monde, όλα τα διεθνή Μέσα υποτίθεται ότι «έλεγαν ψέματα» για τον Μιλόσεβιτς και το Alter έλεγε την αλήθεια. Κανείς τότε δεν ανησυχούσε που τα Μέσα ήταν «συστημικά». Αρκεί που –συνήθως με μισές αλήθειες και πολλάκις με ψέματα– χάιδευαν τις αριστερές ιδεοληψίες.

του Πάσχου Μανδραβέλη 

Έντυπη Καθημερινή ΠΟΛΙΤΙΚΗ 24.09.2017 

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Slow Living/ Τώρα με εκπομπές σε tv και ραδιόφωνο


Δεν είναι απλώς ένα κίνημα αυτό του Slow Living, του ζην σε αργούς ρυθμούς. Είναι ένα κίνημα το οποίο έχει τις δικές του εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο του BBC, όπως γράφει ο Guardian.
Και ποιο είναι το περιεχόμενό τους; «Ένα αντίδοτο στους φρενήρεις ρυθμούς του σύγχρονου κόσμου. Μία από αυτές ας πούμε μεταδίδει τον ήχο που κάνουν τα παπούτσια ενός πεζοπόρου καθώς περπατά, άλλη τους ύμνους των βενεδίκτων μοναχών, μια τρίτη το νερό που τρέχει στο κανάλι Εϊβον ή τα τιτιβίσματα των πουλιών στο Ντέιβον (στο BBC3) ή ακόμη και τον ήχο που κάνει ο φυσητήρας την ώρα που δημιουργεί ένα μπουκάλι.
Ακούγονται παράξενα όλα αυτά; Ε όχι πιο παράξενα από το συνεχές στρες. Αυτή του πεζοπόρου εξάλλου είναι η πορεία που έκανε το 1705 ο 20χρονος τότε Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ από την Αρνσταντ στο Λίμπεκ για να ακούσει τον δανό οργανίστα Ντίτριχ Μπουξτεχούντε.
Αυτό είναι ζωή.
Αναδημοσίευση από το Protagon.gr

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Ψεύτικες ειδήσεις: Ενας σοβαρός κίνδυνος για την ποιότητα της Δημοκρατίας

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑ      
                 
«Που το έμαθες αυτό;» «Το διάβασα στο internet». Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει αυτή την φράση καθώς το διαδίκτυο αποτελεί πλέον για όλους μας, ειδικά για τις νεώτερες γενιές την βασική πηγή ενημέρωσης. Με την «παραδοσιακή δημοσιογραφία» να υποχωρεί με ραγδαίο ρυθμό και τα social media να αποτελούν τον πιο γρήγορο και διαδεδομένο τρόπο για να ενημερωθεί κάποιος, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πολλοί και σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.
Η μεγάλη συνέπεια που την συναντούμε ήδη μπροστά μας, είναι πως αυτός ο παραδοσιακός τρόπος «συλλογής της είδησης» και εκφοράς δημόσιου λόγου, που περιλαμβάνει την ενυπόγραφη άποψη – άρα και τις ανάλογες ευθύνες – μαζί  με τον έλεγχο της πηγής και της αξιοπιστίας της, συμπιέζεται από ένα πλήθος ανώνυμων δημοσιευμάτων που μπορεί μέσα σε ελάχιστα λεπτά να αναπαραχθούν με τέτοιο ρυθμό που ακόμα και να διαψευστούν εκ των υστέρων, η «ζημιά» έχει γίνει και η «είδηση» έχει ταξιδέψει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί να πάρει τον δρόμο του γυρισμού.
Στον «μαγικό» κόσμο των social media, ο κάθε πολίτης γίνεται ουσιαστικά ένας εν δυνάμει «δημοσιογράφος», καθώς αποτελεί τον πομπό μεταφοράς πληροφορίας . Επηρεάζει την κοινή γνώμη, γίνεται δέκτης και πολλαπλασιαστής ειδήσεων με καταιγιστικό ρυθμό.
Πόσες φορές έχουμε δει μία ψευδή πληροφορία, η οποία κάπου στα… μέσα της διαδρομής διαψεύδεται, αλλά την επόμενη μέρα συνεχίζει να αναπαράγεται καθώς ο δέκτης δεν πληροφορήθηκε ποτέ την διάψευση μέσα στο χάος της υπερπληροφόρησης.
Με δεδομένο μάλιστα πως η αμφισβήτηση όλων των παραδοσιακών δομών άρα και των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης αυξάνεται από ένα παγκόσμιο κύμα που αυτοχαρακτηρίζεται της «μη πολιτικής ορθότητας», κάποιοι επιτήδειοι μπορεί να βρουν πολύ εύκολα «ευήκοα ώτα» για να διασπείρουν είτε τις θεωρείς συνωμοσίας τους, είτε ψευδείς ειδήσεις και προπαγανδιστικό υλικό. Ο κίνδυνος δεν είναι καθόλου αμελητέος αν σκεφτεί κάποιος πως η πληροφορία είναι Δημοκρατία, και πως το δικαίωμα στην ορθή και αξιόπιστη είδηση είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη.
«Καμπανάκι» στο εξωτερικό
Στο εξωτερικό η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει. Τόσο το facebook όσο και η Google έχουν εξαγγείλει πως αναζητούν τρόπους καταπολέμησης των ψευδών ειδήσεων, καθώς σε ένα κόσμο που ολοένα και περισσότερο ενημερώνεται μέσω διαδικτύου, αν συνεχιστεί το φαινόμενο θα είναι δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ μίας αληθινής ή ψεύτικης είδησης. Ο  πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είχε δηλώσει λίγους μήνες πριν την λήξη της θητείας του πως η απαξίωση των ειδησεογραφικών οργανισμών και η διάδοση της παραπληροφόρησης είναι μείζον θέμα τονίζοντας πως «αν δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τα σοβαρά επιχειρήματα από την προπαγάνδα, τότε βρισκόμαστε ενώπιον ενός πολύ σημαντικού προβλήματος».
Την ίδια ώρα στην Γερμανία μελετούν τους τρόπους με τους οποίους θα καταπολεμηθεί η «μάστιγα» των ψευδών ειδήσεων. Στο πλαίσιο αυτό οι αρχές του Βερολίνου σκέφτονται όπως είχε δηλώσει ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών, Τόμας ντε Μεζιέρ να καταπολεμήσουν τις λεγόμενες «ψεύτικες ειδήσεις» που διακινούνται μέσω των social media δημιουργώντας ένα «κέντρο άμυνας ενάντια στην παραπληροφόρηση».
Αργά αντανακλαστικά στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με το συγκεκριμένο θέμα και είναι σχεδόν σίγουρο πως με την ένταση την οποία αποκτά θα το βρούμε μπροστά μας πολύ σύντομα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα είδαμε έναν Έλληνα πολιτικό, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, να ασχολείται με το θέμα καθώς έκανε παρέμβαση στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών «Διαδίκτυο και Δημοκρατία. Fake news & Post truth πολιτική» σε μία πρώτη κίνηση κάποιου θεσμικού παράγοντα να ασχοληθεί με το θέμα και να εκφέρει άποψη.
Εκτός της πολιτικής σφαίρας που έχει δείξει κάποιο ενδιαφέρον για το θέμα, στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί η πρώτη πλατφόρμα που ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα. Είναι η ομάδα «ellinika hoaxes». Μιλήσαμε με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Αλικάκο, εκ των βασικών συνεργατών της προσπάθειας, ο οποίος μας ανέλυσε την σημασία του εγχειρήματος και τους κινδύνους από αυτή την νέα παγκόσμια «μάστιγα».
«Καλός πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης»
«Η προσπάθειά μας έχει μεγάλη απήχηση, και αυτό φαίνεται τόσο από την επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα μας, όσο και από διάδοση της δουλειάς μας από διάφορα ΜΜΕ. Ωστόσο, το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων δεν είναι εύκολο να εξαλειφθεί. Άλλωστε δεν είναι ελληνικό, είναι παγκόσμιο. Με την εμφάνιση του διαδικτύου η είδηση ξέφυγε από την διαχείριση του επαγγελματία δημοσιογράφου και πέρασε (και) στον απλό χρήστη. Αυτή είναι μια νέα πραγματικότητα –όχι απαραίτητα κακή- που όμως έκανε ανεξέλεγκτη την διακίνηση της ανεύθυνης ενημέρωσης που δεν υπακούει σε καμία δεοντολογία και κανόνα» αναφέρει ο κ. Αλικάκος. Στην ερώτηση αν αυτό το φαινόμενο μπορεί κατά την γνώμη του να επηρεάσει την ίδια την Δημοκρατίας, κάνει λόγο για την ποιότητα του πολιτεύματος και την αξία αλλά και το δικαίωμα ενός πολίτη να είναι σωστά ενημερωμένος.
«Ξεκινώντας από την βασική θέση ότι καλός πολίτης είναι ο σωστά ενημερωμένος πολίτης, θα λέγαμε ότι ο πολίτης που για παράδειγμα πιστεύει τις ειδήσεις περί αεροψεκασμών που «στόχο έχουν το μυαλό μας», είναι υποψήφιο θύμα οποιασδήποτε ψεύτικης είδησης και απάτης. Στην συνέχεια ο ίδιος γίνεται πομπός που τις αναπαράγει. Πολλές από τις αποφάσεις που παίρνει κάθε άνθρωπος στη ζωή του βασίζονται σε ένα πλήθος πληροφοριών που δέχεται ως αληθείς. Αν αυτές είναι ψευδείς είναι προφανές ότι οι επιλογές και αποφάσεις του θα είναι λάθος. Και αυτό, ναι, επηρεάζει την ποιότητα της δημοκρατίας. Ένας πολίτης που πιστεύει άκριτα τα πάντα, και μια πολιτεία που δεν εφαρμόζει το νόμο, τουλάχιστον στις ειδήσεις-απάτες που έχουν να κάνουν με την υγεία των πολιτών, στραβά αρμενίζουν».
Μέτρα προστασίας
Το γεγονός πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιος προβληματισμός και δεν έχει ανοίξει ευρύτερα μία τέτοια συζήτηση, ίσως να είναι μία παράλειψη σοβαρή και να αποδεικνύει πως στην χώρα μας αργούμε να αντιληφθούμε πράγματα που στο μέλλον θα επηρεάζουν την ζωή μας.  Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα η πολιτεία να προστατεύσει τους πολίτες από το συγκεκριμένο φαινόμενο; Ο κ. Αλικάκος απαντά:
«Είναι δύσκολο θέμα. Οι απαγορεύσεις πολλές φορές φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, και επιπλέον κανένας πολιτικός δεν είναι σε θέση να ορίσει τι είναι αληθές και τι ψευδές, γι’ αυτό άλλωστε και η «διάψευση» είναι μέρος του παιχνιδιού. Το ζητούμενο είναι να εφαρμόζεται το ισχύον νομικό πλαίσιο –αν κριθεί ότι δεν είναι επαρκές να το ενισχύσουμε- και να υπάρξουν πρωτοβουλίες από την πλευρά των μεγάλων ΜΜΕ προς την κατεύθυνση της προστασίας του χρήστη του διαδικτύου. Το βλέπουμε στην Βρετανία με το BBC όπου πρόσφατα ανακοίνωσε την δημιουργία ειδικής ομάδα που θα έχει την ευθύνη της διασταύρωσης δεδομένων και την αποκάλυψη των σκοπίμως ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων που κάνουν τον γύρο του κόσμου. Αυτό δεν μπορείς παρά να το επιδοκιμάσεις».
Θέματα υγείας
Tην ίδια ώρα στο διαδίκτυο εμφανίζονται πολύ συχνά μαζί με τα «αθώα ψέματα» δημοσιεύσεις που δεν είναι καθόλου αθώες και έχουν να κάνουν με την υγεία πολιτών, εμβολιασμούς και «ιατρικές» συνταγές.
«Ένα σοβαρό κράτος δεν μπορεί να αφήνει απροστάτευτο τον πολίτη απέναντι σε αντιεπιστημονικές εικασίες. Πέρυσι είχαμε την πρώτη καταδίκη «δημοσιογράφου», ιδιοκτήτη σάιτ με θέματα για γονείς, για τη δημοσίευση άρθρου με τίτλο «ΣΟΚ: Δείτε πώς οι εταιρείες εξαπλώνουν τον καρκίνο μέσω εμβολίων», καθώς κρίθηκε ότι συνιστά διασπορά ψευδών ειδήσεων. Αυτό ήταν μια καλή αρχή, στην οποία θεωρώ ότι βοηθήσαμε και εμείς με την κατάρριψη αυτής της είδησης με στοιχεία και αποδείξεις. Υπάρχει λοιπόν  νομικό πλαίσιο. Σημαντικό επίσης είναι να λειτουργήσουν τα αντανακλαστικά των υπεύθυνων πολιτών που χρέος έχουν να καταγγέλλουν τέτοιες απάτες, και βέβαια να δραστηριοποιηθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους» τονίζει ο κ. Αλικάκος.
«Προσοχή στους πηχιαίους τίτλους»
Πόσες φορές δεν έχουμε δει και δεν έχουμε διαβάσει κάποιο θέμα στο διαδίκτυο με εντυπωσιακό τίτλο που τελικά αποδεικνύεται παραπλανητικός. Πατώντας να το διαβάσουμε διαπιστώνουμε πως το θέμα δεν έχει καμία σχέση με όσα ανέφερε στον τίτλο. Αυτό είναι όμως το αισιόδοξο σενάριο. Ακόμα χειρότερο είναι η «είδηση» να είναι ψεύτικη, δηλαδή να μην ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγματικότητα και να μην το αντιληφθούμε αναπαράγοντας της. Υπάρχει άραγε κάποιος «οδηγός» να το αποφύγουμε; Ο κ. Αλικάκος εξηγεί τον τρόπο που εργάζονται στα ellinika hoaxes και εντοπίζουν τις ψευδείς ειδήσεις.
«Η ερευνητική ομάδα μας λειτουργεί ανάποδα από τον μέσο αναγνώστη. Έχοντας εντοπίσει τις πηγές των ψεύτικων ειδήσεων, τις θεωρούμε καταρχήν ψευδείς. Τίτλοι όπως «αποκλειστικό», «δείτε το πριν το κατεβάσουν», «συγκλονιστική αποκάλυψη» είναι μερικά από τα “καμπανάκια” που μας ειδοποιούν ότι «εδώ υπάρχει πρόβλημα».Στη συνέχεια ψάχνουμε όλα εκείνα τα στοιχεία από σοβαρές πηγές με επιστημονική τεκμηρίωση, -ανάλογα το θέμα- που καταρρίπτουν κάποιον ψευδή ισχυρισμό ή είδηση. Ανάλογη διαδικασία ακολουθούμε με μια φωτογραφία (ή βίντεο) επεξεργασμένη σε τέτοιο βαθμό που συνιστά από μόνη της ψευδή είδηση. Η διαδικασία είναι επίπονη. Άλλες φορές παίρνει μερικά λεπτά, και άλλες αρκετές ώρες ή μέρες. Καλώς ή κακώς, εμείς δεν έχουμε δικαίωμα στο λάθος».
Καταλήγοντας, ο κ. Αλικάκος τονίζει πως «η πληροφορία είναι πολύτιμο αγαθό. Είναι κάτι σαν την τροφή μας. Αν είναι σάπια, θα μας στείλει στο νοσοκομείο ή ακόμα και στο θάνατο. Θα τη δίναμε ποτέ στο παιδί μας; Δεν έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να αφήνουμε ανεξέλεγκτο το ψέμα και την παραπλάνηση».
Αυτό ίσως να είναι και ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα του – όχι και τόσο μακρινού-  μέλλοντος. Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα.
http://www.kathimerini.gr/893132/article/epikairothta/ellada/yeytikes-eidhseis-enas-sovaros-kindynos-gia-thn-poiothta-ths-dhmokratias

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Η τρίτη ηλικία, οι «εξωγήινοι» και τα tablets

Ανθρωποι της τρίτης ηλικίας βουτούν -με φόρα ή πιο διστακτικά- στον «εξωγήινο» ψηφιακό κόσμο μέσα από μαθήματα που παρέχει δωρεάν η ΜΚΟ «50και ΕΛΛΑΣ» με στρατηγικό συνεργάτη την COSMOTE. Είδαμε από κοντά πώς τον εξερευνούν, τι φοβούνται, γιατί κάνουν λάθη και πώς, τελικά, το διασκεδάζουν


Μαρίσσα Δημοπούλου Μαρίσσα Δημοπούλου 10 Απριλιου 2017, 15:06           
Πώς προσεγγίζουν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας ένα tablet; Είναι κάτι εξωγήινο για αυτούς. Δεν μεγάλωσαν με υπολογιστές, δεν μεγάλωσαν καν με κινητά τηλέφωνα. Δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία ή την ανάγκη να περιηγηθούν στο Διαδίκτυο, πόσο μάλλον να μάθουν να χειρίζονται μία οθόνη αφής. Κι όμως οι εξωγήινοι είναι οι ίδιοι. Ετσι αισθάνονται! «Αισθάνομαι σαν να έρχομαι από άλλον πλανήτη!», μάς λέει η Ιωάννα.
Την ημέρα που ειδοποιήθηκε -η κόρη της- μέσω email ότι πρέπει να ανανεώσει τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου της αποφάσισε ότι δεν θέλει να εξαρτάται πλέον από τρίτους για τις δικές της υποχρεώσεις. Βρέθηκε μαζί με άλλα 15 άτομα, πιο νέους αλλά και μεγαλύτερους από αυτήν, σε χώρο του δήμου Πειραιά, για να παρακολουθήσει τα σεμινάρια που παραχωρεί σε ανθρώπους άνω των 50 ετών ο φορέας 50και Ελλάς.
50tabletscover
Υπερδραστήρια μαθήτρια της τάξης, κρατά σημειώσεις, εξερευνά το tablet και βοηθά τη διπλανή της
«Αρχίζουμε από τα βασικά», μάς λέει ένας από τους δασκάλους. Ποια είναι τα εξωτερικά κουμπιά της συσκευής, πώς κλειδώνει η οθόνη, πώς ξεκλειδώνει, ποιο είναι το μαγικό κουμπί που σε στέλνει απευθείας πίσω στην επιφάνεια εργασίας («το σπιτάκι»), ποιες είναι οι εφαρμογές που εμφανίζονται στην οθόνη εργασίας και πώς μπορείς να παίξεις μαζί τους, να τις μετακινήσεις, πώς λειτουργεί το ρολόι, το ημερολόγιο και τι είναι -και πού βρίσκεται- ο κάδος απορριμμάτων. Καθένας εξερευνά το tablet που του παραχωρείται για τα μαθήματα μέσα στην αίθουσα από την COSMOTE.
IMG_5288-ef
Ο «θεός» των μαθητών που τους δείχνει τον δρόμο προς τον ψηφιακό κόσμο
Μάθημα δεύτερο, αυτό που παρακολουθήσαμε κι εμείς μαζί τους: φωτογραφία και βίντεο. Είναι μία από τις αγαπημένες εφαρμογές για τους νέους χρήστες της τεχνολογίας. Φυσικά και το λατρεύουν. Πολλές από τις γυναίκες βιάζονται να μάθουν πώς εξαφανίζονται οι ρυτίδες από τα πρόσωπά τους. «Ρετουσάρισμα», απαντά ο δάσκαλος. Αλλοι βιάζονται να μάθουν πόσοι τρόποι υπάρχουν για να κοινοποιήσεις μία φωτογραφία, αναρωτιούνται -εύλογα- γιατί πρέπει να υπάρχουν τόσες μορφές επικοινωνίας –Viber, Skype, Messenger- και ποιος ακριβώς βλέπει τη φωτογραφία τους όταν τη στέλνουν σε έναν φίλο τους. «Μην προτρέχετε, αυτό είναι άλλο μάθημα!», τους λέει ο δάσκαλος.
Φυσικά και θέλουν να μάθουν να τραβάνε βίντεο. «Το κουμπί της εγγραφής, θα το θυμάστε, είναι αυτό που είχαν και οι κασέτες εγγραφής, πριν από 50 χρόνια», τους εξηγεί. «Τα έχουμε ξεχάσει αυτά!», λέει ένας από τους μαθητές.
IMG_5286-1
Μαζί πειραματίζονται με τις σέλφι
Τα μαθαίνουν από την αρχή. Πριν μάθουν να περιηγούνται στο Διαδίκτυο, να αναζητούν βίντεο ή ταινίες στο YouTube, να γράφουν κείμενο, να δίνουν την εντολή «copy paste», εξοικειώνονται με τη φιλοσοφία της συσκευής. Ανακαλύπτουν πώς μπορούν να κάνουν μία φωτογραφία σε sepia εκδοχή – κάποιος από την τάξη θυμάται ότι κάποτε αυτή η εκδοχή χρησιμοποιούνταν για λόγους οικονομίας χρημάτων. Μαθαίνουν πώς την αποθηκεύουν. Και πώς τη διαγράφουν. Συχνά μπερδεύονται. Πώς να μην μπερδευτούν; Τα άλμπουμ έχουν χειροπιαστά εξώφυλλα, με διαφορετικές σελίδες, με θήκες για φωτογραφίες, με χώρο να γράψεις τη λεζάντα σου από δίπλα και την ημερομηνία. Δεν είναι εικόνες που αλλάζουν μ’ ένα σκρολάρισμα!
IMG_5332co
Μία από τις συμμετέχουσες στο πρόγραμμα κυρίες γίνεται… «ψηφιακή»
Και, ασφαλώς, ανησυχούν. «Μία από τις πιο συνηθισμένες απορίες που έχουν είναι αν είναι επικίνδυνο να στέλνουν φωτογραφίες, πόσες πιθανότητες υπάρχουν να πέσουν θύμα κλοπής στο Διαδίκτυο, αν μπορεί κάποιος να κλέψει τους κωδικούς τους», μάς εξηγεί η Μυρτώ Μαρία Ράγγα, ψυχολόγος-γηραγωγός και υπεύθυνη προγραμμάτων και δημοσίων σχέσεων της ΜΚΟ. Λογικό. Ο κόσμος του Διαδικτύου είναι σκοτεινός ακόμη και για εμάς που αισθανόμαστε ότι είναι σπίτι μας.
«Προσπαθούμε να τους δείξουμε ότι οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν στο Διαδίκτυο είναι οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν και στην καθημερινότητά τους. Θα έδινες τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού σου σε έναν άσχετο στον δρόμο που παριστάνει τον τραπεζικό υπάλληλο; Το ίδιο ισχύει και για ένα e-mail», τονίζει η κυρία Ράγγα.
IMG_5281-1
Εξερευνούν τις εφαρμογές της κάμερας, αποθηκεύουν και διαγράφουν φωτογραφίες
Παρεμπιπτόντως, ήδη από το δεύτερο μάθημα καθένας από τους μαθητές έχει αποκτήσει τον δικό του λογαριασμό gmail. Πολλοί από τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας αποφασίζουν να μυηθούν στον κόσμο των νέων τεχνολογιών για να διευκολύνουν τη ζωή τους, και συγκεκριμένα για τις τραπεζικές συναλλαγές, τις πληρωμές λογαριασμών, τις ρυθμίσεις στη φορολογία. Αλλά οι περισσότεροι θέλουν απλώς να αποκτήσουν πρόσβαση στον παράδεισο των επικοινωνιών, που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να γνωρίσουν αυτό που συμβαίνει γύρω τους. «Οταν δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στις οθόνες όπου είναι κολλημένα τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, οι συγγενείς τους, αισθάνονται εκτός. Δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τις νεότερες γενιές, δεν καταλαβαίνουν τι παιχνίδια παίζουν, για ποιο πράγμα μιλάνε», λέει η κυρία Ράγγα. Βασικά αυτός είναι ο στόχος της δράσης: «Η καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού στην τρίτη ηλικία και η κοινωνική τους ένταξη».
IMG_5280-1
Απόλυτα συγκεντρωμένος, μέσα στον ψηφιακό κόσμο, ένας από τους συμμετέχοντες στο σεμινάριο
Είναι κι αυτός ένας τρόπος να καταρριφθούν ορισμένα -πολύ ελληνικά- στερεότυπα που εμφανίζουν τους συνταξιούχους ως μη παραγωγικά άτομα. «Αυτό το βλέπουμε παντού. Από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν έναν ηλικιωμένο πίσω από ένα τιμόνι, μέχρι τη συνήθεια να λαμβάνει η οικογένεια αποφάσεις για ένα ηλικιωμένο πρόσωπο», τονίζει η ίδια. «Οταν τον αντιμετωπίζεις ως έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να προσφέρει κάτι ή να πάρει αποφάσεις, τότε αναπόφευκτα σε κάποια φάση θα αντιμετωπίζει και ο ίδιος κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του», προσθέτει.
IMG_5305-1
Το εγχειρίδιο που έχει γράψει η ψυχολόγος και υπεύθυνη προγραμμάτων της ΜΚΟ, Μυρτώ Μαρία Ράγγα, προσφέρεται δωρεάν στους συμμετέχοντες
Τα προγράμματα εκμάθησης των νέων τεχνολογιών σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας άρχισαν για πρώτη φορά το 2010, μέσα από τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα για την εκμάθηση υπολογιστών σε άτομα άνω των 50 ετών. Κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται οι ενδιαφερόμενοι που θέλουν να γνωρίσουν τον ψηφιακό κόσμο. Είναι εύκολο; «Δεν είναι δύσκολο! Αν το παίρνουμε σιγά σιγά -και ειδικά αν είναι μεγάλες οι οθόνες!- είναι απλά πράγματα», συμφωνούν τρεις από τους μαθητές την ώρα που τελειώνει το μάθημα.
Αλλωστε και ο τρόπος διδασκαλίας είναι προσαρμοσμένος στις ανάγκες της καθημερινότητάς τους, το ίδιο και το εγχειρίδιο που τους παραχωρείται δωρεάν. «Αρκεί να έχουν διάθεση να μάθουν. Αν είναι πρόθυμοι, τελικά αλλάζει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν αυτόν τον κόσμο», τονίζει η κυρία Ράγγα.
IMG_5348-1
Η Ιωάννα, μία από τις μαθήτριες που άρχισαν με μία αποστροφή προς τις νέες τεχνολογίες, αλλά τελικά συνηθίζουν τον ψηφιακό κόσμο
Ετσι και η Ιωάννα. Ενας άνθρωπος που παραδέχεται ότι απωθείται από τις νέες τεχνολογίες, δεν έχει Ιντερνετ στο σπίτι, έχει κινητό αλλά δεν ξέρει πώς να στέλνει μήνυμα, ενημερώνεται τακτικά από την τηλεόραση μέσω των δελτίων ειδήσεων. Λέει, προς το παρόν, ότι δεν θα ήθελε να ενημερώνεται από το Διαδίκτυο. Και αντίθετα με άλλους -πολλούς- μαθητές του προγράμματος, δεν την ενδιαφέρει να ενταχθεί στην κοινότητα του Facebook ή του Instagram. Αλλά, ήδη από το δεύτερο μάθημα, κάτι μέσα της της λέει ότι αν μπεις σε αυτόν τον κόσμο, τελικά θα τον εξερευνήσεις, θα τον συνηθίσεις, θα τον απολαύσεις και μάλλον δεν θα ξεκολλήσεις. Πώς θα της φαινόταν αυτό; «Αν συμβεί αυτό θα είμαι άξια της μοίρας μου!».

Ποια είναι η ελληνική ταυτότητα σήμερα;

Διαβάστε την άποψη 8 σημαντικών ανθρώπων στο  Αφιέρωμα στην ελληνική ταυτότητα .