Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Απλά μαθήματα διαιώνισης στερεοτύπων

του Παντελή Μπουκάλα

Μ​​ε είκοσι μέρες περίπου, και με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας, που περνάει κι αυτή, όπως όλες οι αφιερωματικές Ημέρες, με πύρινες καταγγελίες και με ανέξοδες εξαγγελίες, θ’ ακουστούν πολλά δεοντολογικά και θα γίνουν ελάχιστα. Δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε πως η συζήτηση, όση υπάρξει, θα έχει στο κέντρο της τα σκάνδαλα του Χόλιγουντ, που ήρθαν στο φως με την υπόθεση Χάρβεϊ Ουάινσταϊν. Θα επικεντρωθεί δηλαδή στη συστηματική (και τόσο «αυτονόητη» μέσα στο πολιτισμικό πλαίσιο που δεσπόζει) σεξουαλική παρενόχληση ηθοποιών από φημισμένους συναδέλφους τους ή παραγωγούς, που επιχειρούσαν αμοραλιστικά (αλλά και τόσο πατροπαράδοτα) να μετατρέψουν την ισχύ τους σε αυτοεπιβεβαιωτική ή και σαδιστική απόλαυση.

Θα ειπωθούν βεβαίως πολλά για το κίνημα «Me too», πιθανόν και για τη μερική εκμετάλλευσή του από τις πάντα καιροσκοπικές δυνάμεις της αγοράς, που έσπευσαν να ετοιμάσουν και να προωθήσουν ποικίλα γκατζετάκια. Και ίσως ακουστούν και κάποια λόγια για την παρέμβαση της Κατρίν Ντενέβ και άλλων 99 Γαλλίδων, η οποία, και μόνο επειδή υποχρέωσε σε δεύτερες σκέψεις (είτε επαινετικές είτε επιτιμητικές) δεν μπορεί να κριθεί απολύτως άστοχη. Ο φόβος ότι η παρενόχληση, πραγματική ή φανταστική, ενδέχεται να εκβιομηχανιστεί, με στόχο τα πέντε ή δέκα λεπτά δημοσιότητας, πιθανόν και την εκδίκηση, ή ότι ο νεοπουριτανισμός επιχειρεί να επιβάλει τον ασφυκτικό «ερωτικώς ορθό» κώδικά του, δεν είναι παράλογος.

Εν τω μεταξύ, εδώ, μακριά από τις μητροπόλεις, μια ισχυρή κατηγορία των «διδασκάλων του γένους», οι διαφημιστές, επιμένουν να αναπαράγουν στιλβωμένα τα δικά μας πατροπαράδοτα και να τα βιδώνουν σε μυαλά και μυαλουδάκια – γιατί τις διαφημίσεις τις βλέπουν βέβαια και παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια, που μαθητεύουν στο ολοήμερο Ανοιχτό Σχολειό της τηλεόρασης και πληροφορούνται τι το κανονικό και τι το πρέπον. Και επειδή το πληροφορούνται με τρόπο παιχνιδιάρικο ή σκανταλιάρικο, με λίγο χιούμορ, όσο χοντροκομμένο, το απομνημονεύουν πιο εύκολα και από την προπαίδειά τους. Κι όταν μεστώσουν, θα φερθούν «όπως πρέπει», σαν έτοιμα από καιρό.

Υπερβολές; Ισως. Βλέποντας ωστόσο και ξαναβλέποντας κάποια από τα φυλετικώς (από το φύλο, όχι από τη φυλή) βεβαρημένα διαφημιστικά σποτάκια, βλέποντας δηλαδή τη δική τους χυδαία υπερβολή στην αναπαράσταση της γυναίκας, σκέφτομαι ότι δεν περιττεύει μια «συντηρητική» ή «φοβική» υπερβολή. Καλώς ή κακώς, οι διαφημίσεις γράφουν. Εντυπώνονται. Χαράζονται. Τις πιο πετυχημένες τις κουβεντιάζουμε με δικούς και φίλους, όπως κουβεντιάζουμε για ωραίες ταινίες, δυνατές γελοιογραφίες ή καλά βιβλία. Εστω κι αν από κάποια στιγμή κι έπειτα έχουμε λησμονήσει ποιο προϊόν προμοτάρουν. Ή, πολύ πολύ χειρότερα, έστω κι αν, παγιδευμένοι από το χιούμορ τους, παραγνωρίζουμε τον βαθύτερο αντιδραστικό χαρακτήρα τους, όπως είχε συμβεί παλιότερα με το «Πουτ δε κοτ ντάουν» που έλεγε ο γλωσσομαθής Ελλην αστυφύλαξ-συνοριοφύλαξ σε κλεφτοκοτά, Αλβανό, τι άλλο.

Είναι λοιπόν ένα διαφημιστικό μικροσίριαλ, με τρία μέχρι τώρα επεισόδια, που προπαγανδίζει έναν πενταψήφιο αριθμό τηλεφώνου, από αυτούς τους θαυματουργούς που μας βγάζουν από τον μπελά να ψάχνουμε μόνοι και να χάνουμε χρόνο. Εντονος ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, έχει υποχρεώσει τους ιδιοκτήτες τους σε μια συνεχή καμπάνια, στόχος της οποίας είναι να προκληθεί κάποιου είδους δακτυλικός αυτοματισμός του καταναλωτή: να πατάς τους πέντε αριθμούς σαν αυτόματο ή μαριονέτα, χωρίς συνειδησιακό έλεγχο.

Στα τρία σποτάκια πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι: Η γυναίκα, εξωφρενικά ανόητη, έτσι όπως δεν την παρουσιάζουν ούτε καν στις πιο κακόγουστες οιονεί επιθεωρήσεις, ξεκινάει την καριέρα της θέλοντας κατιτίς το εντυπωσιακό για να βάλει τα λαμπιόνια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της και να κόψει τη βασιλόπιτά της (δεν κρίνεται λοιπόν ικανή ούτε γι’ αυτό). Και καταλήγει –αναπόφευκτα, δηλαδή σχεδιασμένα, σκηνοθετημένα– να ζητάει βοήθεια γιατί δεν ξέρει ούτε πώς μπορεί να πετύχει το έγκαιρο πρωινό της ξύπνημα: να το παραγγείλει στις αφυπνίσεις του μαγικού πενταψήφιου αριθμού. Σε όλες τις περιπτώσεις τη σώζει από την απόγνωση το πολύξερο αρσενικό, με κοψιά, ρούχα, γυαλιά και λεκτικό κινηματογραφικά «λαϊκού εραστή» της δεκαετίας του 1970.

Στο τρίτο μάλιστα επεισόδιο του μικροσίριαλ, ο μάγκας μας, που έχει πάρει πια τον αέρα της ψευτοχαριτωμένης ανοητούλας, την έχει κατακτήσει με τη γοητεία του και την έχει σκλαβώσει, δύσκολα συγκρατεί την ειρωνεία του· την ειρωνεία δηλαδή με την οποία κάθε «κανονικός» τηλεθεατής θα πυροβολήσει την ανεκδιήγητη χαζοβιόλα.

Κι όταν την προσφωνεί «τσικάκι», ελληνοαγγλιστί, το ύφος του μάς οδηγεί να καταλάβουμε ότι τη χαρακτηρίζει κάτι ανάμεσα σε σκλαβάκι, γκομενίτσα, ανοητούλα. «Για τους φρέσκους της παρέας,  τα “τσικάκια” είναι οι θηλυκές θαυμάστριες που κονταροχτυπιούνται με τα αδυσώπητα αρσενικά ονόματι “μάγκες”» διαβάζω διαδικτυακά σε μια συνέντευξη του ηθοποιού-μάγκα, που είναι λέει ήδη μια από τις πιο καλτ φιγούρες του αθηναϊκού θεάματος.

Καλαμπούρι; Αθώο και ακίνδυνο καλαμπούρι; Μα ναι. Μήπως καλαμπούρι δεν έχουμε κι όταν λιγουροσεξιστές τηλεδιασκεδαστές παρουσιάζουν την εκπομπή τους έχοντας εκ δεξιών και εξ αριστερών ημίγυμνες «γλάστρες»; Και μήπως αυτή η ύπουλα ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη αναπαραγωγή των στερεοτύπων δεν είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να κολακεύσουμε την κυρίαρχη νοοτροπία και να νομιμοποιήσουμε τη διαιώνισή της;

«Οι γυναίκες είναι όλες ίδιες, χαζές». Ιδού το δόγμα. Κι όχι μόνο χαζές, αλλά και πονηρές και άπληστες και τυχοδιώκτριες. Αυτό το μάθημα το παραδίδει στο πανελλήνιο μια άλλη τηλεοπτική διαφήμιση: Ο σύζυγος έχει ποντάρει σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, κερδίζει ένα εκατομμύριο και λιποθυμάει. Η γυναίκα του τον νομίζει νεκρό, μοιρολογεί για μισό δευτερόλεπτο, «τι να το κάνω τώρα εγώ το εκατομμύριο», αμέσως έπειτα όμως αρχίζει να αναρωτιέται, «ν’ αλλάξω το φωτιστικό;», κι απ’ το παράπονο και τη θλίψη περνάει στη βουλιμία, στη λαχτάρα για τον απρόσμενο πλούτο, ο οποίος στο μυαλό και την ψυχή της (έτσι όπως τα στενεύουν σκηνοθέτες και σεναριογράφοι) είναι ικανός να ισοφαρίσει την απώλεια του άντρα της. Και πάνω που αποφασίζει ότι δεν θ’ αλλάξει απλώς σπίτι αλλά θ’ αγοράσει καινούργιο, καταδικό της, να γίνει επιτέλους ιδιοκτήτρια, συνέρχεται ο σύζυγός της και λιποθυμάει αυτή, τη στιγμή ακριβώς που απολάμβανε και διακήρυσσε το δόγμα «ο θάνατός σου, τα πλούτη μου κι η αρχοντιά μου».

Δεν χωράει συζήτηση, κι ας ενίσταται ο δικός μου συντηρητισμός. Κι εδώ για ένα αστείο πρόκειται. Ανάλαφρο. Και τόσο βαριά φορτωμένο με στερεότυπα και προκαταλήψεις για το τι ο άντρας, τι η γυναίκα και τι τα αναμεταξύ τους.

http://www.kathimerini.gr/949110/opinion/epikairothta/politikh/apla-ma8hmata-diaiwnishs-stereotypwn

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Από τον Βέρθερο στο Φέισμπουκ


Του Παντελή Μπουκάλα

Δ​​ύο ειδήσεις για αλγόριθμους μας επιφύλαξε η περασμένη εβδομάδα: για τον αλγόριθμο του Φέισμπουκ κατά των αυτοκτονιών και για τον αλγόριθμο κατά των ψευδών ειδήσεων που παρουσίασε στο Ευρωκοινοβούλιο ο Βαλεντίνος Τζέκας, φοιτητής του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Με τη σειρά, αφού όμως παραθέσω πρώτα, από το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη και της Ακαδημίας Αθηνών, τον ορισμό του αλγόριθμου. Στα Μαθηματικά ο αλγόριθμος είναι ένα «σύνολο σαφών ενεργειών ή κανόνων, ικανών και αναγκαίων για την επίλυση προβλημάτων, μετά από επεξεργασία των δεδομένων στοιχείων». Στην Πληροφορική είναι η «λογική σειρά πράξεων, καθορισμένων βήμα προς βήμα και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο από το υπολογιστικό σύστημα, με στόχο την επίλυση ενός προβλήματος».

Γιατί το Φέισμπουκ, το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο, με περισσότερους από δύο δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως, βρέθηκε στην ανάγκη να εισαγάγει ένα νέο λογισμικό, ώστε με την παρακολούθηση των αναρτήσεων των χρηστών να εντοπίζονται όσοι εμφανίζουν σοβαρές τάσεις αυτοκτονίας; Ας δεχτούμε καλοπροαίρετα ότι εκτός από την έγνοια για την προστασία του προϊόντος, κάποια στιγμή, στα συμβούλια που προηγήθηκαν για να αποφασιστεί η πολιτική του δικτύου, ακούστηκε και ο όρος «κοινωνική ευθύνη», η οποία συνήθως σαρώνεται από τη βουλιμία του κέρδους· δεν γίνεσαι κολοσσός με καλή καρδιά και αγαθά αισθήματα. Το κύρος του Φέισμπουκ, η εικόνα του –αφού αυτή αποτελεί πάντα τη βασική προτεραιότητα– έχει τρωθεί βαρύτατα από τις αυτοκτονίες σε ζωντανή σύνδεση.


Ιδού λίγοι σχετικοί τίτλοι, που το μυαλό τούς συλλαβίζει με κάτι ανάμεσα σε μούδιασμα και τρόμο: «Λος Αντζελες, 31.1.2016. Ηθοποιός μετέδωσε λάιβ την αυτοκτονία του στο Φέισμπουκ. Μπήκε στο αυτοκίνητό του, άνοιξε τον προσωπικό του λογαριασμό και αυτοπυροβολήθηκε σε ζωντανή μετάδοση». «Τζόρτζια, ΗΠΑ, 12.1.2017. Μια δωδεκάχρονη αυτοκτόνησε σε λάιβ μετάδοση στο Φέισμπουκ, αφού πρώτα κατήγγειλε πως είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από συγγενικό της πρόσωπο. Το βίντεο της αυτοκτονίας της έχει διαδοθεί στο Διαδίκτυο και η αστυνομία αδυνατεί να πράξει οτιδήποτε για να διακόψει την κυκλοφορία του». «Καισάρεια Τουρκίας, 24.10.2017. Τούρκος αυτοκτόνησε σε Facebook live επειδή η κόρη του αποφάσισε να παντρευτεί δίχως την έγκρισή του».

Εχουμε άραγε μια νέα περίπτωση «βερθερισμού», προσαρμοσμένου στα μέτρα και στα πρότυπα της εποχής μας; Θυμίζω πως όταν ο Γκαίτε, παντελώς άσημος ακόμη, εξέδωσε το 1774 το πρώτο του βιβλίο, το επιστολογραφικό μυθιστόρημα «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», ακολούθησε ένα κύμα μιμητικών αυτοκτονιών. Πολλοί νεαροί αναγνώστες ταυτίστηκαν τόσο πολύ με τον ήρωα του έργου ώστε να ακολουθήσουν το «παράδειγμά» του έως την τραγική κατάληξή του: την αυτοκτονία. Ο Γκαίτε κατακρίθηκε σαν υπαίτιος από διάφορους «ηθικολόγους», όπως τους χαρακτηρίζει ο Τόμας Μαν, που υπογράμμιζε ότι οι μιμητές είχαν παραβλέψει την αυθεντική παραδειγματική στάση του ίδιου του Γκαίτε: όσο κι αν τον έλκυε ο θάνατος, όσο κι αν δοκίμαζε κάθε βράδυ να βυθίσει ένα στιλέτο στο στήθος του (ανεπιτυχώς, άρα ευτυχώς για εμάς), πολέμησε τη μελαγχολία του κι έγινε αυτός που έγινε.

Ψυχίατροι εξ αποστάσεως, ελληνικού τηλεοπτικού τύπου, και δίχως κανένα σχετικό εφόδιο, δεν δικαιούμαστε να γίνουμε, ούτε νομικοί χωρίς να έχουμε καμία γνώση του πεδίου. Να εικάσουμε μόνο δικαιούμαστε ότι ορισμένοι από όσους αυτοκτονούν μπροστά σε μια κάμερα που θα μεταδώσει την εικόνα του θανάτου τους στο οικουμενικό κοινό, θα αυτοχειριάζονταν έστω και αν δεν υπήρχε το Φέισμπουκ ή το Ινσταγκραμ. Η ερωτική απόγνωση, οι οικονομικές καταστροφές, οι βιασμοί, ακόμα και η πίστη σε άκρως συντηρητικές επιταγές κάποιας παράδοσης (ο πατέρας-αφέντης), δεν έπαψαν ποτέ να δουλεύουν σαν αιτίες αυτοκτονίας: από απελπισία, από βαριά ντροπή κτλ. Τα κοινωνικά δίκτυα δεν εκμαιεύουν την επιθυμία του θανάτου. Αυτό που κάνουν είναι να γιγαντώνουν την επιθυμία της δημοσιότητας, η οποία στην πιο νοσηρή μορφή της οδηγεί τους λιγότερο ώριμους να γκρεμίζουν μόνοι τους το οχυρό της ιδιωτικότητάς τους και να παραδίδουν και τις προσωπικότερες στιγμές τους στον δημόσιο οφθαλμό (ένας κακόβουλος Πανόπτης Αργος πια το οικουμενικό κοινό).

Θυμάμαι εδώ ότι μια δεκαοκτάχρονη από την Αυστρία, τον Σεπτέμβριο του 2016, μήνυσε τους γονείς της επειδή ανέβασαν στο Φέισμπουκ, δίχως να τη ρωτήσουν, φωτογραφίες της που δεν της άρεσαν, εκθέτοντάς τη στον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο χλευασμού. «Οι γονείς μου δεν ντρέπονται. Και δεν έχουν κανένα όριο», είχε δηλώσει. Δεν θα έφταιγε βέβαια το δίκτυο αν η κοπελιά, έτσι άδεια που ένιωσε από τη στάση των γονιών της, από την προδοσία τους, αποφάσιζε να τερματίσει τη ζωή της. Αν όμως το δίκτυο είχε κάποια φραγή, αν απέκλειε λ.χ. την ανάρτηση φωτογραφιών με γυμνά ή ημίγυμνα παιδιά, δεν θα ήταν «λογοκρισία». Θα ήταν μέτρο προστασίας των ανηλίκων από όσους γονείς τυγχάνουν μέχρις ανοησίας παθιασμένοι με τη δημοσιότητα. Και δεν είναι λίγοι.

Κάνουν πάντως και κάτι ακόμα τα σόσιαλ μίντια: Επιτρέπουν την ταχύτατη εξάπλωση του ιού της κακότητας, της συκοφαντίας, της δολοφονίας χαρακτήρων. Το Διαδίκτυο, ένας δυνάμει παράδεισος γνώσεων, είναι ήδη η κόλαση της ανθρώπινης μικρότητας. Δεν έχουν όλοι τη δύναμη να καταπιούν το ιντερνετικό δηλητήριο και να μην πάθουν τίποτε. Πώς αντιδρούν οι υπερεταιρείες του ψηφιακού χώρου; Περίπου όπως οι φαρμακοβιομηχανίες. Με χαρακτηριστικότερο (εφιαλτικότερο μάλλον) παράδειγμα την ηρωίνη, που εισήχθη από την Μπάγερ σαν σιρόπι για τον βήχα και θαυματουργό αναλγητικό, τάχα μη εθιστικό, πολλές φορές οι έμποροι φαρμάκων βιάζονται να παραδώσουν στην αγορά το προϊόν τους, και ας ξέρουν ότι δεν είναι απολύτως ακίνδυνο· με τα αρχικά κέρδη προχωρούν σε διορθώσεις και βελτιώσεις και εισάγουν νέο σκεύασμα, με αυξημένη τιμή. Κάποιοι ασθενείς όχι μόνο δεν γιατρεύτηκαν, αλλά είδαν και νέα προβλήματα να τους ταλαιπωρούν; Ε, συμβαίνουν αυτά.

Παράπλευρες απώλειες, άλλωστε, δεν καταγράφονται μόνο στους πολέμους.

Κάπως ανάλογα δρουν και οι κολοσσοί σαν το Φέισμπουκ. Γνωρίζουν πως η απόλυτη ελευθερία που υπόσχονται (μια ψηφιακή «ουτοπία» που θα τρόμαζε τον Οργουελ), μπορεί να μετατραπεί ταχύτατα σε ψυχική και πνευματική υποδούλωση των πλέον αδυνάμων. Προτιμούν, όμως, να παρουσιαστούν με καθυστέρηση σαν θεραπευτές ενός προβλήματος που οι ίδιοι διευκόλυναν την εμφάνισή του, αν δεν την προκάλεσαν. Παλιά μου τέχνη...


http://www.kathimerini.gr/937198/opinion/epikairothta/politikh/apo-ton-ver8ero-sto-feismpoyk

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Nomophobia: Το νέο σύνδρομο της εποχής


 Έχετε νιώσει ποτέ να σας διακατέχει πανικός στην ιδέα ότι ξεχάσατε το κινητό σπίτι; Έχετε κοιτάξει ποτέ γεμάτη άγχος πόση μπαταρία έχετε στο κινητό από τον φόβο μην κλείσει; Σας έχει πιάσει άγχος έστω και για λίγο να μείνετε χωρίς κινητό; Τότε πιθανότατα πάσχετε από «Nomophobia».

Η Nomophobia -No mobile phone phobia-  είναι μια νέα τεχνολογική φοβία που περιγράφει το συναίσθημα που νιώθει κάποιος, όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το κινητό του τηλέφωνο ή απλά δεν έχει πρόσβαση σε αυτό.


Ζώντας στην εποχή του smartphone η προσκόλλησή μας σε αυτό είναι δεδομένη, αρκεί να παρατηρήσει κανείς γύρω του ανθρώπους που ασχολούνται με αυτό ακόμη και όταν περπατούν στο δρόμο. Μάλιστα τα smartphones γίνονται ολοένα και περισσότερο το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για την πλοήγηση και την οργάνωση της καθημερινής μας ζωής. Από τη διατήρηση των ημερολογίων μας, τη λήψη οδηγιών και την άμεση επικοινωνία με άλλους, μέχρι την ενημέρωση μας για την επικαιρότητα ή οποιοδήποτε άλλο θέμα μας απασχολεί.

Επίσης αποθηκεύοντας σημαντικές φωτογραφίες μηνύματα, τα κινητά τηλέφωνα σήμερα λειτουργούν ως διέξοδο προσφέροντάς μας μια τεράστια γκάμα εφαρμογών, ιστοσελίδων και υπηρεσιών που μας επιτρέπει την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε περιεχόμενο που θεωρούμε ουσιαστικό.

Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιεί μέχρι στιγμής δείχνουν ότι τον μεγαλύτερο εθισμό παρουσιάζουν οι νέοι 18- 24 ετών με ποσοστό 77%, ενώ ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 25- 34 ετών με ποσοστό 68%.

Η συγκεκριμένη πάθηση προκύπτει συνήθως από την επιθυμία να δούμε τα κινητά μας τηλέφωνα κάθε φορά που βρισκόμαστε σε μια άβολη κατάσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τηλέφωνά παίρνουν το ρόλο ενός συντρόφου ή ενός φίλου που μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερη μοναξιά στο μετρό, το λεωφορείο, στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρεία ή σε ένα εστιατόριο που περιμένουμε την παρέα μας.

Ωστόσο, αυτό μπορεί να επιδεινωθεί και να μας κάνει εξαρτημένους από τα κινητά μας  για να ανακουφίσουμε το συναισθηματικό άγχος.

Ανησυχητικά σημάδια πρέπει να θεωρούνται τα εξής:


  • Παρουσιάζουμε αδυναμία να κλείσουμε το κινητό μας και να απομακρυνθούμε από αυτό
  • Έχουμε την τάση να ελέγχουμε μανιωδώς τις ειδοποιήσεις μηνυμάτων, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αναπάντητων κλήσεων
  • Επιθυμούμε να έχουμε συνέχεια το κινητό συνδεδεμένο με το φορτιστή για να μην αδειάσει η μπαταρία.
  • Πολλές φορές νομίζουμε ότι ακούσαμε το τηλέφωνο μας να χτυπάει, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε λάβει ούτε κλήσεις ούτε μηνύματα
  • Δημοσιεύουμε τακτικά φωτογραφίες και δημοσιεύσεις από τις δραστηριότητες και από τα μέρη που έχουμε παρευρεθεί
  • Αν κλείσει το κινητό μας νιώθουμε αυτόματα απομονωμένοι
  • Όταν είμαστε με φίλους ασχολούμαστε συνέχεια με το κινητό. Μερικές φορές δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση επειδή μιλάμε στο τηλέφωνο με κάποιον άλλον
  • Είμαστε περισσότερο συνδεδεμένοι αλλά και πιο μόνοι



Ο λόγος που υποφέρει κάποιος από αυτήν την νέα πάθηση είναι επειδή αισθάνεται την ανάγκη να συμμετέχει στη σχέση που του δίνει η τεχνολογία.

Τώρα, δεν έχει σημασία αν η οικογένειά σας και οι φίλοι σας βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Με απλό μήνυμα, κλήση ή συνομιλία μέσω βίντεο, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί τους χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν υπάρχουν εμπόδια. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είμαστε περισσότερο συνδεδεμένοι από ποτέ, αισθανόμαστε μεγαλύτερη μοναξιά.

Τα άτομα που πάσχουν από nomophobia πάντα δημοσιεύουν για τη ζωή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξαρτώνται πολύ από τους γύρω τους. Ωστόσο, αυτό που μπορείτε να δείτε δεν είναι πάντα πραγματικό.

Όταν ένα άτομο πάσχει από την περίεργη αυτή ασθένεια, θα συγκρίνει πάντα τη ζωή του με εκείνη των άλλων. Θα νιώθει άσχημα γιατί οι άλλοι κάνουν ταξίδια, ενώ εκείνος βρίσκεται στον καναπέ του, κοιτάζοντας το τηλέφωνό του. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα θα μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και στην κατάθλιψη.

Επιπτώσεις

Αυτή η εξάρτηση έχει σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες. Για παράδειγμα, έρευνα σχετικά με τη μνήμη έδειξε ότι όταν έχουμε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφοριών για συγκεκριμένα θέματα που έχουμε στη διάθεσή μας, τότε αυτό μειώνει το κίνητρ μας και την ικανότητά μας να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε τη γνώση για το συγκεκριμένο θέμα.

Στο παρελθόν, οι κύριες πηγές πληροφοριών για κάποιο θέμα ήταν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αλλά τώρα έχουμε μια πηγή παντογνωσίας στις τσέπες μας. Γιατί να πρέπει να θυμόμαστε τα πάντα, όταν μπορούμε να ρωτήσουμε τη Siri; Μάλιστα η έρευνα διαπιστώνει ότι το αίσθημα που νιώθουν όσοι δεν έχουν το κινητό τους είναι παρόμοιο με αυτό της απόρριψης από έναν ερωτικό σύντροφο ή κάποιου χωρισμού. Το άτομο νιώθει σαν να χάνει κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια του.

«Οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν τα τηλέφωνά τους μόνο για να μιλήσουν με άλλους. Πρόκειται για μια συσκευή συνδεδεμένη στο διαδίκτυο που επιτρέπει στους ανθρώπους να ασχολούνται με πολλές πτυχές της ζωής τους. Θα πρέπει να αφαιρέσετε χειρουργικά ένα τηλέφωνο από έναν έφηβο, επειδή ολόκληρη η ζωή του είναι ριζωμένη σε αυτήν τη συσκευή», αναφέρουν οι επιστήμονες.

Παράλληλα, αμερικανική μελέτη υποστηρίζει πως... μια μέρα μακριά από το smartphone μπορεί να προκαλέσει σε αρκετούς υψηλότερη πίεση και να αυξήσει τους παλμούς.

Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδίνου, τονίζοντας ότι το άγχος του αποχωρισμού από το smartphone θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο στο μέλλον, καθώς η τεχνολογία θα γίνεται πιο εξατομικευμένη και οι άνθρωποι θα εξαρτώνται περισσότερο από αυτήν.

Η «nomophobia» μέχρι στιγμής δεν έχει κατηγοριοποιηθεί ως μία ειδική ψυχική δυσλειτουργία, ωστόσο μελέτες έχουν δείξει ότι η προσκόλληση στα smartphone μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.

Νωρίτερα φέτος, έρευνα του McCombs School of Business διαπίστωσε πως το να έχουμε απλώς ένα κινητό σε σημείο προσβάσιμο σε εμάς, ακόμη κι αν είναι κλειστό ή με την οθόνη αναποδογυρισμένη, μπορεί να μειώσει την αντιληπτική ικανότητα. 

Στην εποχή που διανύουμε, όπου ολόκληρη γενιά γεννήθηκε μέσα στο άγχος της έκθεσης και της αυτοπροβολής, ερχόμαστε αντιμέτωποι με επιπρόσθετο φορτίο στρες και άγχους, το οποίο μας μεταφέρει η αλόγιστη χρήση του κινητού. Μήπως ήρθε η ώρα να εντοπίσουμε το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε;
http://tvxs.gr/news/ygeia/nomophobia-neo-syndromo-tis-epoxis

Ποια είναι η ελληνική ταυτότητα σήμερα;

Διαβάστε την άποψη 8 σημαντικών ανθρώπων στο  Αφιέρωμα στην ελληνική ταυτότητα .