Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ακούω στ' αυτιά μου τη φωνή σου. Ελπίζω για πάντα

filoftero: ΜΠΑΜΠΑ;: Οι άνθρωποι αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο, ιδίως όταν αυτός δεν τους έχει χτυπήσει τη πόρτα. Ένας παπάς μου έλεγε πριν από από χρόνια ότι ακόμα και εκείνοι που στις κηδείες σπρώχνουν για να βρεθούν μπροστά-μπροστά την στιγμή της ταφής, το κάνουν για να ανακουφιστούν ότι εκείνοι είναι ακόμα εν ζωή.

Για μένα, που τον βρήκα μπροστά μου τον άτιμο από τα παιδικά μου χρόνια, η πιο βαριά επίπτωσή του δεν είναι τόσο πολύ ότι αναγκάζεσαι να συνηθίσεις την απουσία ενός αγαπημένου σου προσώπου, όσο το να συνειδητοποιείς ότι η μνήμη, τελικά, δεν αποθηκεύει εκείνα που έχεις πραγματική ανάγκη:

Την αίσθηση ενός αγγίγματος τη στιγμή που το χρειαζόσουν. Τον τόνο της φωνής, σε καλές και άσχημες στιγμές. Ένα χαμόγελο που καμιά, ποτέ, φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει. Ένα νεύμα, που ήταν αρκετό να σε διαβεβαιώσει ότι «όλα θα πάνε καλά, μη στενοχωριέσαι».

Με συγκλόνισαν, θυμάμαι, τα λόγια που είπε ο Θανάσης Βέγγος σε μία τηλεοπτική εκπομπή, όπου τον κάλεσαν για να τον βραβεύσουν, ένα-δύο χρόνια πριν πεθάνει:

«Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις».

Σήμερα, είμαι μπλεγμένος κι εγώ στα πολλά χέρια που απλά με κατσιάζουν. Και μου λείπει εκείνο το ένα, που πάντα έκανε τη καρδιά μου να φτερουγίσει.

Ο Ηράκλειτος έλεγε: «Στην αναζήτηση της αλήθειας, να είσαι έτοιμος για το απροσδόκητο, επειδή είναι δύσκολο να τη βρεις και σε συγκλονίζει όταν την ανακαλύψεις».

Είναι λόγια που τα βρίσκω στην εισαγωγή ενός βιβλίου που με κράτησε ξάγρυπνο τρεις νύχτες, και θάθελα να το μοιραστώ μαζί σας, όσο κι αν το θέμα του, ο θάνατος και η μοναξιά, μοιάζει, και είναι, στενάχωρο.

Τιτλοφορείται «Η Επινόηση της Μοναξιάς», είναι γραμμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα Paul Auster, και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου. Ξεκινάει έτσι:

«Τη μία μέρα υπάρχει ζωή. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, με θαυμάσια υγεία, ούτε καν γέρος, χωρίς ιστορικό ασθενειών. Όλα είναι όπως ήταν, όπως θα είναι πάντα. Εκείνος ζει από μέρα σε μέρα, νοιάζεται μονάχα για τη δουλειά του, ονειρεύεται μονάχα τη ζωή που απλώνεται μπροστά του. Και έπειτα, ξαφνικά, υπάρχει θάνατος. Ο άνθρωπος αφήνει έναν αναστεναγμό, σωριάζεται στην καρέκλα του κι έρχεται ο θάνατος. Το αιφνίδιο του πράγματος δεν αφήνει περιθώρια για σκέψεις, δεν δίνει στο μυαλό την ευκαιρία να αναζητήσει μια λέξη που θα μπορούσε να προσφέρει παρηγοριά. Μένουμε μονάχα με τον θάνατο, το αδιαμφισβήτητο γεγονός της θνητότητάς μας».

Έμαθα τα νέα για τον θάνατο του πατέρα μου, κάποια χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, όταν το πρωί κάναμε μπάνιο στην Αμμόχωστο και το απόγευμα, που έκανα βόλτα με τους φίλους μου κάποιος μου φώναξε «τρέχα!».

Μπαμπά;
posted by  

Η ανάρτηση δημοσιεύτηκε στις 25 Ιουλίου, τη μέρα που γεννήθηκε μια φίλη, που κι αν έφυγε νωρίς, μπόρεσε να χαρίσει απλόχερα την καλοσύνη και την αγάπη της. Τόσο που το κενό που άφησε δεν πρόκειται να αναπληρωθεί ποτέ. 

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

"Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα", της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή,
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης 

και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.

Σκάρος: Η πρωτεύουσα της ενετοκρατούμενης Θήρας


Ο Σκάρος από το Μεροβίγλι
Ο εντυπωσιακός βράχος του Σκάρου, που προεξέχει δυναμικά, σαν να θέλει να ξεκολλήσει απο τα τοιχώματα της καλντέρας, αποτελεί ένα απο τα πλέον χαρακτηριστικά τοπόσημα της Σαντορίνης, απ’ όπου κι αν ατενίζει κανείς το μοναδικό αυτό σύμπλεγμα νησιών και ηφαιστείων. Μόνη εμφανής ανθρώπινη παρουσία το ξωκκλήσι της Θεοσκέπαστης, προς τη μεριά της καλντέρας. Κι όμως, ο τόπος αυτός κάποτε φιλοξενούσε μια πολύβουη πολιτεία…
Η ιστορία του Σκάρου αρχίζει το 1207, μετά την εδραίωση της ενετικής κατοχής στην Θήρα και την ένταξη του νησιού στο Δουκάτο του Αιγαίου. Στον φυσικά οχυρό βραχώδη όγκο επέλεξαν οι νέοι άρχοντες να ιδρύσουν την πρωτεύουσά τους: εκεί έκτισαν το δουκικό παλάτι, τον καθεδρικό ναό (ντόμο) και έδρα του καθολικού επισκόπου του νησιού, μοναστήρια και αρχοντικές κατοικίες. Στα 1480, το νησί παραδίδεται στον Ντομένικο Πιζάνι, γιό του δούκα της Κρήτης, ως προίκα για το γάμο του με την κόρη του δούκα της Νάξου, πριγκίπισσα Φιορέντζα. Οι περιγραφές των εορτασμών που συνόδευαν την παράδοση του Κάστρου περιλαμβάνουν πολύτιμες μαρτυρίες για την εικόνα της πόλης. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα το Δουκάτο του Αιγαίου περνάει πλέον στην κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Σκάρος υφίσταται μεγάλες καταστροφές από τον τρομερό σεισμό του 1650. Οι κάτοικοι αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν το περιοριστικό και επικίνδυνο περιβάλλον του Κάστρου και τη δύσκολη ζωή που περιγράφουν πολλοί περιηγητές, και να ιδρύσουν νέο «μητροπολιτικό» κέντρο στα Φηρά. Η μετοίκηση ολοκληρώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, μετά τον περιορισμό του πειρατικού κινδύνου. Το 1850, στη θέση της παλιάς ακμάζουσας πολιτείας υπάρχουν μόνο τάφοι και ορνιθοτροφεία, γράφει ο περιηγητής Leycester.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της κοινότητας του Σκάρου στην πνευματική ζωή του νησιού την περίοδο της ακμής του διαφαίνεται από το πλήθος και τη σημασία των μονών που ιδρύθηκαν εντός του Κάστρου. Από τις παλαιότερες είναι η μονή Δομηνικανών μοναχών της Αγίας Αικατερίνης της Σιέννας, που ιδρύθηκε στα 1595 από τον Μαρίνο Δαργέντα, γόνο του εκλατινισμένου κλάδου της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας των Αργυρών. Έντονη υπήρξε και η δραστηριότητα του τάγματος των Ιησουϊτών, όπως αποδεικνύει η λειτουργία σχολείου στο Σκάρο. Υπήρχαν επίσης ορθόδοξοι ναοί όπως της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Θεοδοσίας μπροστά από την πύλη του Κάστρου καθώς και η μονή Αγίου Νικολάου, που ιδρύθηκε το 1651 από την εξελληνισμένη λατινική οικογένεια των Γκύζη. Σ΄ αυτές τις μονές, καθολικές και ορθόδοξες, υπηρέτησαν ως μοναχοί γόνοι επιφανών οικογενειών της Θήρας.
Μια ανέλπιστη εικόνα της πόλης λίγο πριν την εγκατάλειψή της μας δίδει ένα σχέδιο της συλλογής Thomas Hope (1788) που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη . Ο οικισμός παρουσιάζεται ως ένα πυκνοδομημένο σύνολο με φρουριακό χαρακτήρα. Το συνεχές μέτωπο των σπιτιών με τα ολιγάριθμα και μικρά ανοίγματα δημιουργεί ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος προστατεύει τον οικισμό προς την πλευρά της μόνης δυνατής πρόσβασης, την ανατολική. Οι πύλες «έκλειναν όταν υπήρχε φόβος εχθρικής εισβολής», μας πληροφορεί ο F. Richard (1642), ενώ για μεγαλύτερη ασφάλεια στην πύλη οδηγούσε κινητή, ξύλινη γέφυρα τα θεμέλια της οποίας διακρίνονται ακόμα.

Το σχέδιο της συλλογής του Thomas Hope (Μουσείο Μπενάκη) και η ερμηνεία του.
Στα λιγοστά ερείπια που απέμειναν από τις κατακρημνίσεις των βράχων βλέπει κανείς σήμερα κατάλοιπα από τοίχους, θόλους και στέρνες. Στα ερείπια αυτά ο χρόνος έχει σταματήσει στον 17ο αιώνα.
Το κείμενο της Κλαίρης Παλυβού, καθηγήτριας αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δημοσιεύτηκε στο  Santorini Guidebook 2012
  Εικόνα i Το Ημεροβίγλι όπως φαίνεται από τον Σκάρο
                                     
Εικόνα ii Το εκκλησάκι της Θεοσκέπαστης στην μπροστινή
           πλευρά του Σκάρου αγναντεύει την καλντέρα



Αφιέρωμα στη Σαντορίνη (Απόσπασμα)
Του Ηλία Βενέζη (1904-1973)

 [...]άξαφνα σιγανός, σιγανότατος ψίθυρος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Κάτω απ’ τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Ορθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας της ανένδοτης, ώ τι συγκίνηση που ήταν!

Σαν αέρας βίαιος να μας έσεισε. Κάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Και τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ’ τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ’ το ηφαίστειο.

Oι ύμνοι τώρα έρχονταν πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Ελλήνων. Μοναχά ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο με δυο όφεις. Και μπρος στο Ιερό, κάτω απ’ το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, απορροφημένες στη δέησή τους, μόνες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξυπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ’ τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων"1 όλα ήταν κατάνυξη και ερημιά. Οι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος:

"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Παρθένε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".

Άκουσαν τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.

Μας συνεπήρε κ’ εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ’ εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.

Σαν τέλειωσε η παράκληση και οι γυναίκες σηκωθήκαν απ’ τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Μας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα το νησί, με τα πόδια, ν’ ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι και φέτος ξεκινήσανε. Με τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ’ τον Πύργο, ξυπόλυτες, κ’ η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ’ τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ’ ανηφορίζαν για τ’ άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.

Bγάλανε απ’ το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ᾿ τη μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Μα επιμείνανε να το πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σα να το γυρεύαν για χάρη.

"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.

Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε λίγο ακόμα στη Θεοσκέπαστη, μια ακόμα ελληνική ώρα. Καθώς έβλεπα ν’ ανηφορίζουνε το, σκαλισμένο στο βράχο, μονοπάτι του Σκάρου οι μαυροφορεμένες, ξυπόλυτες γυναίκες της Σαντορίνης, πηγαίνοντας ν’ ανάψουν τα καντήλια στ’ άλλα εξωκλήσια, ικέτιδες για τα παιδιά τους, πεινασμένες, διψασμένες στην άνυδρη γη τους, -θυμήθηκα απότομα τη μακρινή μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων. Ώ, τι ξένη πόλη, ξεκομμένη απ’ τον κορμό της Ελλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανά της, για την πικρία και την καρτερία της, αδιάφορη και αλαζών, αυτή η πόλη των Αθηνών!

Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 698 (1η Αυγούστου 1956)


                                         

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Φιλία και κοινωνικά δίκτυα

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πολύ λίγους στενούς φίλους. Αυτό είναι το πόρισμα μιας έρευνας αμερικανών κοινωνιολόγων που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Plos One.

Το να βρεις φίλους δεν ήταν ποτέ ευκολότερο. Ο μέσος χρήστης του Facebook είναι συνδεδεμένος με 350 φίλους, ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνει στους 649 για τους νέους. Η χρυσή εποχή της φιλίας θα μπορούσε κανείς να πει. Αντιθέτως.Τα πορίσματα μίας έρευνας αμερικανών επιστημόνων κατέληξαν σε αντίθετα συμπεράσματα που έρχονται να ενισχύσουν την άποψη ότι τα κοινωνικά δίκτυα δεν φέρνουν πιο κοντά τους ανθρώπους. Αν και ο αριθμός των επαφών είναι μεγάλος, ο αριθμός των στενών και έμπιστων φίλων είναι μικρός και γίνεται ακόμα μικρότερος, καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει.

Οι ερευνητές έθεσαν στους συμμετέχοντες  στην έρευνα (25 185 τυχαίους επισκέπτες μιας ειδησεογραφικής ιστοσελίδας) συγκεκριμένες ερωτήσεις που προσδιόριζαν τον όρο φιλία, για παράδειγμα: πόσους ανθρώπους θα καλούσαν στα γενέθλιά τους, σε πόσους θα μπορούσαν να τηλεφωνήσουν αν κάτι τους συνέβαινε μέσα στη νύχτα και με πόσους θα μιλούσαν για τη σεξουαλική τους ζωή. Οι περισσότεροι υπολόγισαν μεταξύ 5 και 10 τους ανθρώπους με τους οποίους θα περνούσαν την ημέρα των γενεθλίων τους, 5 έως 7 τους ανθρώπους που θα καλούσαν σε έκτακτη ανάγκη και 3 έως 7 αυτούς με τους οποίους θα συζητούσαν κάτι τόσο προσωπικό. 

Και επιπλέον: Ο φιλικός κύκλος μικραίνει με την πάροδο του χρόνου "Στην εφηβική ηλικία κάνει κανείς περισσότερους φίλους, αλλά ήδη στη πρώτη ενηλικίωση ο αριθμός των φίλων μειώνεται", λέει ο ψυχολόγος Franz Neyer από το Jena University. Από μία έρευνά του που διεξήχθη με 178000 συμμετέχοντες αποδείχθηκε ότι οι 25άρηδες έχουν τους περισσότερους φίλους αλλά στη συνέχεια αυτός ο αριθμός μειώνεται.

"Τα κοινωνικά δίκτυα δεν έχουν επηρεάσει καθόλου τον αριθμό των πραγματικών φίλων που θα συναντήσει κανείς στη ζωή του. Βέβαια δεν είναι ο αριθμός των φίλων που προσφέρει ικανοποίηση στη ζωή του ατόμου αλλά η ποιότητα της φιλικής σχέσης", λέει ο Neyer.

Η έρευνα αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι που οι περισσότεροι γνωρίζουμε από προσωπική πείρα:
οι πραγματικοί, ανιδιοτελείς, έμπιστοι φίλοι είναι είδος εν ανεπαρκεία και μάλλον υπό εξαφάνιση. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να προσπαθούμε για τους φίλους μας και είναι κρίμα να φεύγουν από τη ζωή μας άνθρωποι που κάτι έχουν να μας πουν.










Ποια είναι η ελληνική ταυτότητα σήμερα;

Διαβάστε την άποψη 8 σημαντικών ανθρώπων στο  Αφιέρωμα στην ελληνική ταυτότητα .