«Οι γυναίκες δεν αισθάνονται προσβεβλημένες όταν δουν έναν
άνδρα να χτυπάει τη σύζυγό του», έλεγε πρόσφατα η Ρωσίδα βουλευτής Γελένα
Μιζουλίνα
«Άλλωστε είναι
λιγότερο δυσάρεστο να χτυπάει ένας άνδρας τη γυναίκα του, παρά μία γυναίκα να
ταπεινώνει έναν άνδρα».
H 62χρονη βουλευτής δεν έχει διευκρινίσει ποτέ δημόσια εάν
οι απόψεις της διαμορφώθηκαν από προσωπική πείρα. Μιλώντας σε εκπομπή της
κρατικής ρωσικής τηλεόρασης, εκθείασε την –κατά τη γνώμη της– υψηλή ευφυία του
συζύγου της. Για χάρη του έμαθε να ράβει, είπε. Κι εκείνος της φέρνει συχνά
δώρα και λουλούδια, ενώ στα τελευταία της γενέθλια της έκανε δώρο ένα γούνινο
παλτό. Η οικογενειακή ευτυχία, την οποία συμπληρώνουν δύο ενήλικα παιδιά,
διαρκεί ήδη τέσσερις δεκαετίες.
Η Μιζουλίνα είναι σήμερα επικεφαλής της Επιτροπής της
Ρωσικής Δούμας για την Οικογένεια, τις Γυναίκες και τα Παιδιά. Και είναι εκείνη
που βρίσκεται πίσω από τη μερική αποποινικοποίηση της οικιακής βίας στη χώρα
της, που ψηφίστηκε τον περασμένο μήνα.
Πίσω από τους τέσσερις τοίχους
Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς επίσημα στατιστικά στοιχεία
γύρω από την οικιακή βία στη Ρωσία, λέει μιλώντας στο inside story η Αναστάσια
Σεβελέβα, συνεργάτιδα του παραρτήματος του ιδρύματος Heinrich Böll στη Μόσχα (Οι
δραστηριότητες του ιδρύματος περιστρέφονται γύρω από τους τομείς Δημοκρατία,
Φύλο, Οικολογία και Διεθνής Διάλογος)
«Δεν είναι εύκολο να
τα βρεις, γιατί δεν γίνεται καμία μεγάλη προσπάθεια να συγκεντρωθούν. Η
Αστυνομία καταγράφει τα περιστατικά, τουλάχιστον όσα από αυτά φτάνουν ως το
αστυνομικό τμήμα. Γιατί υπάρχει η αντίληψη ότι πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση.
Γενικώς, όμως, η κυβέρνησή μας αποφεύγει να δίνει στη δημοσιότητα τέτοιου
είδους στατιστικά στοιχεία».
Ακόμη κι έτσι, δεν είναι δύσκολο να σχηματίσει κανείς μια
εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου
Εσωτερικών από το 2014, το 25% από τα εγκλήματα που είχαν καταγραφεί
διαπράχθηκαν ενδοοικογενειακά. Το ίδιο ίσχυε και για το 40% των περιστατικών
βίας. Και δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη ότι η κατάσταση έχει στο μεταξύ
βελτιωθεί.
Στις 7 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος Πούτιν υπέγραψε την αλλαγή του
άρθρου του ποινικού κώδικα που αφορά τη βία εντός της οικογένειας.
Αυτό που ισχύει πλέον είναι ότι η άσκηση φυσικής βίας μέσα στην οικογένεια δεν
θεωρείται, ούτε διώκεται ως ποινικό αδίκημα, εάν δεν συμβαίνει πάνω από
μία φορά τον χρόνο και δεν προκαλεί σοβαρό τραυματισμό. Για παράδειγμα, ο
ξυλοδαρμός που δεν έχει αποτέλεσμα κάποιο σπασμένο οστό ή που δεν καθιστά
απαραίτητη την εισαγωγή σε νοσοκομείο, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα. Και
εάν δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, τότε μπορεί να τιμωρηθεί μόνο με ώρες
υποχρεωτικής κοινωνικής εργασίας ή με χρηματικό πρόστιμο, που δεν θα ξεπερνά τα
30.000 ρούβλια (σχεδόν 500 ευρώ).
Υπέρ αυτής της μερικής αποποινικοποίησης της οικιακής βίας
ψήφισαν 380 Ρώσοι βουλευτές και κατά μόλις τρεις, ενώ από την ψηφοφορία απείχαν
οι βουλευτές του κομμουνιστικού κόμματος. Όταν ρωτάω την Αναστάσια Σεβελέβα
γιατί απείχαν αντί να καταψηφίσουν, μου εξηγεί ότι «είχαν καταθέσει κάποιες
αλλαγές που δεν έγιναν δεκτές. Ήθελαν να γίνεται εξαίρεση για τις περιπτώσεις
που το θύμα του ξυλοδαρμού είναι έγκυος ή έχει κάποια αναπηρία. Η πρότασή τους
δεν έγινε δεκτή, οπότε αποφάσισαν να απέχουν».
Πώς να υποβαθμίσετε ένα σοβαρό πρόβλημα
Κάνοντας μια μάλλον διασταλτική ανάγνωση του άρθρου, πολλά
ρωσικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στον «Νόμο για τα Χαστούκια». Με την
ερμηνεία τους θα συμφωνούσε οπωσδήποτε και η Γελένα Μιζουλίνα, που μιλώντας για
το επίμαχο άρθρο είχε πει ότι εάν τα τραύματα που προκύπτουν από τον ξυλοδαρμό
δεν απαιτούν ιατρική αναφορά και δεν προκαλούν βλάβες στην υγεία, τότε μιλάμε
για οικογενειακούς μικροκαυγάδες με ασήμαντες συνέπειες. Με άλλα λόγια,
οτιδήποτε δεν απαιτεί νοσηλεία, θεωρείται χαστούκι.
Οι εκπρόσωποι των διεθνών ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στη
Ρωσία δεν παίρνουν τους οικογενειακούς καυγάδες εξίσου ελαφρά. Σε δηλώσεις που
έκανε την περίοδο που οι αλλαγές ήταν ακόμη υπό συζήτηση, η Γιούλια
Γκουρμπανόβα της Human Rights Watch επέμενε ότι η αποποινικοποίηση θα
αποτελούσε ένα σοβαρό πισωγύρισμα, καθώς τα θύματα της οικιακής βίας στη Ρωσία
αντιμετωπίζουν ήδη τεράστιες δυσκολίες προκειμένου να βρουν βοήθεια και
δικαίωση. Ακόμα πιο σκληρή ήταν η ανακοίνωση που δημοσίευσε για λογαριασμό της
Διεθνούς Αμνηστίας η υπεύθυνη της οργάνωσης για τις καμπάνιες ενημέρωσης στη
Ρωσία. Κατά την Άννα Κίρεϊ, η μερική
αποποινικοποίηση είναι μία «αηδιαστική προσπάθεια να υποβαθμιστεί το πρόβλημα
της οικιακής βίας». Η ίδια επισήμανε ότι έτσι κι αλλιώς, στις περισσότερες
περιπτώσεις τα θύματα διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βασιστούν στον νόμο για
να προστατευθούν και ότι οι θύτες πολύ σπάνια τιμωρούνται για τις πράξεις τους.
Ο νόμος για την οικιακή βία στην πράξη
Καταλαβαίνω ότι εάν ένας άνδρας κακοποιήσει τη γυναίκα ή το
παιδί του, απαιτείται ιατρική γνωμάτευση που θα πιστοποιεί ότι ο ξυλοδαρμός
προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό στο θύμα, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.
Ενώ δεν θα έχει την ίδια βαρύτητα η ενδεχόμενη παρέμβαση της Αστυνομίας –μία
γυναίκα που καλεί την Αστυνομία για να απομακρύνει έναν βίαιο σύζυγο, δεν θα
μπορεί να ζητήσει τη δίωξή του, εάν δεν της έχει ήδη προκαλέσει σοβαρό
τραυματισμό.
«Είναι έτσι;», ρωτάω την Σεβελέβα. «Ας ξεκινήσουμε από την
ιατρική γνωμάτευση», απαντάει, «γιατί αυτό είναι το εύκολο κομμάτι της
υπόθεσης». Εάν υπάρχει τραυματισμός και το θύμα πάει στο νοσοκομείο, είναι
βέβαιο ότι θα λάβει την ιατρική γνωμάτευση. Αλλά τα δύσκολα αρχίζουν μετά, όπως
μου εξηγεί. «Γιατί θα πρέπει το θύμα μόνο του να αποδείξει ότι ο τραυματισμός
είναι αποτέλεσμα του ξυλοδαρμού: Θα πρέπει η γυναίκα να κάνει την καταγγελία
στην Αστυνομία, να πάει μόνη της στους γείτονες, να πάρει καταθέσεις και να
υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της στο δικαστήριο. Εκτός εάν έχει τα χρήματα
να προσλάβει δικηγόρο, κάτι που μπορώ να σας πω ότι δεν είναι καθόλου εύκολο
για πολύ μεγάλο αριθμό γυναικών».
Και εάν είναι δύσκολο για μια γυναίκα να αποδείξει ότι είναι
θύμα σοβαρής κακοποίησης, είναι ακόμη δυσκολότερο όταν το θύμα είναι ανήλικο.
«Σε ό,τι αφορά την ερώτησή σας για την Αστυνομία, ναι
βεβαίως η Αστυνομία έχει υποχρέωση να παρέμβει, αν δεχτεί κλήση. Αλλά σύμφωνα
με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, μόλις το 12% των περιστατικών
οικιακής βίας καταγγέλλονται», παρατηρεί η Σεβελέβα.
Γιατί είναι τόσο χαμηλό το ποσοστό των καταγγελιών τη στιγμή
που τα στατιστικά δείχνουν ότι το πρόβλημα έχει τεράστιες διαστάσεις; Η
Σεβελέβα εξηγεί ότι «η κοινωνική πίεση είναι τέτοια που αποτρέπει τα θύματα από
τη δημοσιοποίηση του προβλήματος. Για τη ρωσική κοινωνία, πρόκειται για αυστηρά
οικογενειακές υποθέσεις που καλό είναι να μην βγαίνουν από τους τέσσερις
τοίχους».
Το άρθρο που προκάλεσε την οργή των συντηρητικών
Η Σεβελέβα έχει δίκιο: Μετά από αγώνες πολλών ετών των
οργανώσεων για τα ατομικά δικαιώματα στη Ρωσία, ψηφίστηκε μόλις πέρσι το
καλοκαίρι το άρθρο που ποινικοποιούσε την οικιακή βία και υποχρέωνε το κράτος
να παρέχει στα θύματα νομική υποστήριξη. «Και σε λιγότερο από έναν χρόνο, πάλι
αλλάζει», προσθέτει απογοητευμένη. «Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια
των λίγων μηνών κατά τους οποίους ίσχυε το άρθρο, δείχνουν αύξηση των καταγγελιών.
Άρα περισσότερες γυναίκες και ανήλικοι έβρισκαν ότι είχε νόημα να απευθυνθούν
στην Αστυνομία. Έβρισκαν ότι η δημοσιοποίηση της κακοποίησης θα έφερνε
αποτέλεσμα».
Ο νόμος του Ιουλίου είχε από την πρώτη στιγμή προκαλέσει την
οργή μεγάλης μερίδας βουλευτών, μεταξύ των οποίων και η Γελένα Μιζουλίνα, η
οποία είχε τότε επιχειρήσει –ανεπιτυχώς– να αποτρέψει την τροποποίηση του
άρθρου. Η άποψή της ήταν ότι η ποινικοποίηση έβλαπτε σοβαρά τις «παραδοσιακές
οικογενειακές αξίες». Κατά τη γνώμη της, ο νόμος της χώρας θα έπρεπε να
υποστηρίζει αυτές τις αξίες, που «στηρίζονται στην εξουσία που έχουν οι γονείς
πάνω στα παιδιά τους».
Λίγους μήνες αργότερα η βουλευτής, που έχει ως διακηρυγμένη
προτεραιότητα την προστασία της ρωσικής οικογένειας, πέτυχε τον σκοπό της,
ακυρώνοντας τη μικρή πρόοδο που φαινόταν ότι είχε αρχίσει να σημειώνεται. Κατά
τη γνώμη της, η φυλάκιση ενός γονέα «για ένα χαστούκι» έβλαπτε την οικογενειακή
ατμόσφαιρα. «Ήταν μια κατάσταση πολύ εχθρική προς την οικογένεια», είπε. Η
Μιζουλίνα είναι γνωστή για τις υπερσυντηρητικές απόψεις της, τόσο στο θέμα των
σχέσεων, όσο και στα θέματα πολιτικής φύλου.
Η Σεβελέβα μου θυμίζει ότι η βουλευτής με τον αυστηρό κότσο
και τις μόνιμες πέρλες στο λαιμό βρίσκεται επίσης πίσω από τον διαβόητο νόμο
περί «προπαγάνδας της ομοφυλοφιλίας». Ο συγκεκριμένος νόμος, που ψηφίστηκε το
2013 και στοχεύει στην «προστασία των παιδιών από πληροφορίες βλαβερές για την
υγεία και την ανάπτυξή τους», στην πραγματικότητα καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη
οποιαδήποτε δημόσια αναφορά ή συζήτηση στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων στη
Ρωσία.
Στη Ρωσία, πάντως, οι γυναίκες και τα παιδιά που
κακοποιούνται από πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος δεν μπορούν να
υπολογίζουν σε σημαντική βοήθεια. «Υπάρχουν κάποιες οργανώσεις που παρέχουν
νομική και ψυχολογική υποστήριξη, καμιά φορά και λίγη οικονομική βοήθεια», λέει
η Σεβελέβα, η οποία όμως τονίζει ότι αυτό δεν είναι αρκετό, καθώς δεν υπάρχουν
άσυλα στα οποία να μπορούν να καταφύγουν, εγκαταλείποντας το σπίτι τους. Στη
Μόσχα των δώδεκα εκατομμυρίων κατοίκων, για παράδειγμα, υπάρχουν δύo χώροι
φιλοξενίας για κακοποιημένες γυναίκες, με συνολικές δυνατότητες φιλοξενίας
100-150 ανθρώπων.
Στο μεταξύ, η Γελένα Μιζουλίνα τα έχει βάλει με τις Ρωσίδες
φεμινίστριες που κατά τη γνώμη της ήθελαν με εκείνον τον «εξωφρενικό νόμο» του
περασμένου Ιουλίου να διαλύσουν τη ρωσική οικογένεια. Εξίσου καχύποπτη είναι
και με τις διεθνείς ΜΚΟ που, όπως δήλωσε πρόσφατα στο κρατικό κανάλι RT,
ανακινούν το θέμα της οικιακής βίας γιατί ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να
αποσπάσουν χρήματα τόσο από το κράτος, όσο και από πηγές του εξωτερικού.
Η βία σαν απάντηση στην «ανήθικη» Δύση
Στην πραγματικότητα όμως, οι ΜΚΟ έχουν τα τελευταία χρόνια
ακόμη πιο περιορισμένη δυνατότητα να προσφέρουν βοήθεια στις γυναίκες: Σύμφωνα
με έναν νόμο που ψηφίστηκε το 2012, οι ΜΚΟ που λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από
πηγές εκτός Ρωσίας είναι υποχρεωμένες να καταγραφούν ως «ξένοι πράκτορες»,
προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν. Από τη στιγμή που θα καταγραφούν ως
ξένοι πράκτορες, αυτό πρέπει να αναγράφεται σε όλα τα online και offline υλικά
που διακινούν.
Προφανώς δεν είναι εύκολο να κερδίσει κανείς την εμπιστοσύνη
των ανθρώπων που θέλει να βοηθήσει εάν δηλώνει ότι είναι ξένος πράκτορας. Ούτε
είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξουν γυναίκες που δεν θα θελήσουν
να ζητήσουν βοήθεια από μία οργάνωση που έχει την ταμπέλα του πράκτορα. «Έτσι
είναι», λέει η Σεβελέβα, «αλλά πολλές οργανώσεις συμμορφώθηκαν με τον νόμο
προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν και βασίζονται στην καλή φήμη που
είχαν ήδη λόγω του έργου τους. Δουλεύουν δηλαδή με ανθρώπους των οποίων την
εμπιστοσύνη έχουν κερδίσει εδώ και χρόνια».
Στο πλευρό της Μιζουλίνα και της συντριπτικής πλειοψηφίας
των Ρώσων βουλευτών στέκεται και η ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήδη
τον περασμένο Ιούλιο, η γνώμη της Εκκλησίας ήταν ότι εξέλιπε τόσο η ηθική όσο
και η νομική βάση για την ποινικοποίηση της βίας εντός της οικογένειας. «Φυσικά
δεν θα βγει κανείς από την Εκκλησία να πει ότι είναι καλό να κακοποιεί κανείς
τα παιδιά του», λέει η Σεβελέβα.
Αυτό που λέει η Εκκλησία είναι ότι οι γονείς έχουν δικαίωμα
και υποχρέωση να επιβάλλουν την πειθαρχία, όσο κάνουν «μέτρια και λογική χρήση
σωματικής τιμωρίας». Η Σεβελέβα λέει ότι, αν διαβάσει κανείς συνεντεύξεις Ρώσων
κληρικών, θα διαπιστώσει ότι μιλούν πολύ συχνά περί πνευματικότητας του ρωσικού
λαού. «Επιμένουν ότι οι Ρώσοι είμαστε χριστιανοί Ορθόδοξοι και ότι πρέπει να
προστατεύσουμε τα παιδιά μας και τον θεσμό της οικογένειας από τις φιλελεύθερες
ιδέες και την αθεΐα, που είναι βλαβερές επιρροές».
Ωστόσο, όσο πατριαρχική και αν είναι η ρωσική κοινωνία –όπως
επανειλημμένα μου λέει η Αναστασία Σεβελέβα– πώς εξηγείται αυτή η τόσο
υπερσυντηρητική στροφή σε βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών και των παιδιών;
«Θα έλεγα ότι η μερική αποποινικοποίηση της οικιακής βίας είναι μία μόνο από
τις εκφράσεις μιας γενικότερης στροφής της ρωσικής κυβέρνησης, αλλά και της
ρωσικής κοινωνίας, προς τον συντηρητισμό. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η στροφή έχει
να κάνει με τη διάθεση να δηλώσουμε την διαφορά και την αντίθεσή μας προς τη
Δύση. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία παρουσιάζεται ως ο προστάτης της ηθικής, των
παραδοσιακών οικογενειακών αξιών και της πνευματικότητας, απέναντι σε μια Δύση
που είναι ανήθικη, αμαρτωλή, φιλελεύθερη και υλιστική», λέει. «Υπό μία έννοια,
ζούμε μια νέα εκδοχή της σοβιετικής εποχής. Τότε ήταν ο κομμουνισμός απέναντι
στον καπιταλισμό, ενώ τώρα είναι η ηθική Ρωσία απέναντι στην ανήθικη και
υλιστική Δύση».
Η ερμηνεία της Σεβελέβα δεν είναι αυθαίρετη. Άλλωστε ο
βουλευτής της κυβερνητικής πλειοψηφίας Αντρέι Ισάγεφ, επιχειρηματολογώντας υπέρ
της αποποινικοποίησης, είχε πει ότι «θέλουμε να δείξουμε ότι οι Ρώσοι βουλευτές
δεν θα επιτρέψουμε κάποιες από τις υπερβολές που παρατηρούμε στη Δυτική
Ευρώπη», όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τα παιδιά καταδίδουν τους γονείς
τους προκειμένου να περάσει το δικό τους, με αποτέλεσμα οι γονείς να χάνουν την
κηδεμονία τους.
Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017
Κείμενο: Κατερίνα Οικονομάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου