Το έλεγε ο αείμνηστος Γιώργος Λάππας, ο χαρισματικός καλλιτέχνης που έφυγε απρόσμενα από τη ζωή τον Ιανουάριο: «Ένα καλό γλυπτό στον δημόσιο χώρο, λειτουργεί σαν ένας αναμμένος προβολέας μέσα στη διάρκεια της ημέρας». Δυστυχώς, στην Ελλάδα πολλές φορές μας “τυφλώνει” ένα έργο σε περίβλεπτη δημόσια θέση όχι από την ομορφιά, αλλά από την ασχήμια του.
Ino Varvariti, Discourse 2010, 2011, 2012, (three pieces), 2012-2013, Pencil on paper, Courtesy of Depo Darm. [Art Athina 2015]
Η τοποθέτηση ενός έργου τέχνης σε έναν δημόσιο χώρο γεννά μια σειρά από ερωτήματα, πρακτικής αλλά και αισθητικής φύσης: ποιος αποφασίζει για το τι θα τοποθετηθεί; Γίνεται χωροθέτηση; Ποιες διαδικασίες ακολουθούνται (ή παρακάμπτονται) συνήθως; Πώς αλλάζει ιστορικά ο ρόλος των έργων τέχνης στον δημόσιο χώρο;
Ο βασικός διαχωρισμός στην τοποθέτηση ενός γλυπτού στον αστικό ή φυσικό χώρο, είναι εάν αυτός είναι ιδιωτικός ή δημόσιος. Στην πρώτη περίπτωση, την αποκλειστική ευθύνη της επιλογής και χωροθέτησης έχει ο ιδιώτης, ακόμα και αν το έργο είναι σε δημόσια θέα. Δύο τέτοια παραδείγματα είναι ο Θνήσκων Κένταυρος από ορείχαλκο του Αντουάν Μπουρντέλ και η Σαπφώ, επίσης του ιδίου καλλιτέχνη, που μας υποδέχονται στα σκαλιά της Στέγης Γραμμάτων και ΤεχνώνΗ ιστοσελίδα του οργανισμού επί της Λεωφόρου Συγγρού. Μαζί με το Φιλί του Ροντέν, που βρίσκεται στο εσωτερικό του κτιρίου, συγκροτούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς οι ιδιώτες μπορούν να εισφέρουν ποιότητα στην αισθητική ενός οικοδομήματος το οποίο δέχεται καθημερινά εκατοντάδες επισκέπτες.
Αν ο χώρος είναι δημόσιος, τότε τα δεδομένα αλλάζουν. Το κράτος και οι εκπρόσωποί του –όπως μας ενημερώνει η πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ), Εύα Μελά– έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την επιλογή (που μπορεί να σημαίνει την αγορά υπάρχοντος έργου, την απόκτηση νέου μέσα από διαγωνισμό ή την απόκτηση μέσα από δωρεά) και για τη χωροθέτηση. «Αν πρόκειται για έργο τέχνης που κοστίζει κάτω των 5.000 ευρώ, τότε αυτό μπορεί να γίνει με απευθείας ανάθεση στον καλλιτέχνη από τον υπουργό, τον δήμο, την περιφέρεια, τον επικεφαλής κάποιου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου καθώς και προέδρους οργανισμών», μας εξηγεί η κα Μελά. Βέβαια, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση του θέματος για να αντιληφθεί κανείς ότι είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις όπου ένα γλυπτό ή μια εγκατάσταση μπορεί να κοστίζει κάτω από 5.000 ευρώ –εκτός και αν είναι μονάχα μια στήλη– και έτσι σπάνια μπορούν να γίνουν απευθείας αναθέσεις για μεγάλης κλίμακας έργα.
Αν κοιτάξετε γύρω σας, θα βρείτε πάντα και εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, όπως η «γλυπτική διαμόρφωση» που έγινε στην Άνω Γλυφάδα στην συμβολή των οδών Αθανάτου, Σπερχειάδος και Κυνουρίας, η οποία σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ της Καθημερινής«Συμβαίνει στη Γλυφάδα», Η Καθημερινή, 19.11.2014 είχε αποφασιστεί από την δημοτική αρχή του Κ. Κοκκόρη (του αιρετού άρχοντα που είχε γίνει γνωστός κυρίως από την υπόθεση του αυθαίρετου νεκροταφείου στην αναδασωτέα περιοχή του ΥμηττούΗ αποκάλυψη έγινε από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ), είχε ανατεθεί απευθείας σε εργολάβο και υποτίθεται ότι κόστιζε 15.000 ευρώ. Κοτρώνες, κάκτοι και τσιμέντο σχημάτιζαν μια απαίσια σύνθεση, η οποία ευτυχώς γκρεμίστηκε από την επόμενη δημοτική αρχή.
Ορισμένες φορές λοιπόν, τον “καλλωπισμό” αναλαμβάνει στην πράξη ο ίδιος εργολάβος που φτιάχνει μια πλατεία ή ένα πάρκο, με τα γνωστά αντιαισθητικά αποτελέσματα που βλέπουμε μπροστά μας. Όπως υποστηρίζει η Εύα Μελά, «έχουμε δει ακόμα και έργα τέχνης που έχουν γίνει με σχέδια παντογράφου. Όμως η αυθαιρεσία συνεχίζεται καθώς τον τελευταίο καιρό το ΕΕΤΕ διαμαρτυρήθηκε διότι η Ιερά Σύνοδος πήρε την απόφαση να αναθέτει σε εργολάβους εργασίες τέτοιας φύσεως, άνευ καλλιτεχνικού διαγωνισμού. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού των ακινήτων που έχει η εκκλησία, αυτό μπορεί να έχει τεράστια σημασία για την αισθητική του δημοσίου χώρου».
Ο νόμος ξεκαθαρίζει πως όταν το κόστος αγοράς ή κατασκευής ενός έργου σε χώρο που αφορά το δημόσιο, υπολογίζεται πάνω από το όριο των 5.000 ευρώ, τότε πρέπει να διενεργηθεί πανελλήνιος διαγωνισμός και να συμμετέχουν αποκλειστικά μέλη του Επιμελητηρίου. «Το ΕΕΤΕ έχει πάνω από 6.000 μέλη και για να γίνει κανείς δεκτός θα πρέπει να έχει αποφοιτήσει από Σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα ή και το εξωτερικό και να μας προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Δεχόμαστε ως μέλη και καλλιτέχνες που δεν έχουν πάει σε κάποια σχολή εφόσον μας παρουσιάσουν δείγματα της δουλειάς τους σε μια ειδική επιτροπή, της οποίας η σύσταση αλλάζει κάθε φορά για να μην υπάρχει περίπτωση διαπλοκής» υπογραμμίζει η Εύα Μελά.
Τι χρειάζεται για να προχωρήσει η διενέργεια πανελληνίου καλλιτεχνικού διαγωνισμού, μέσα από τον οποίον θα προκριθεί εν τέλει το γλυπτό ή η εγκατάσταση που θα κοσμήσει ένα δημόσιο χώρο; Όπως μας ενημερώνει η ιστορικός τέχνης Ζέττα Αντωνοπούλου, η οποία έχει συγγράψει ένα βιβλίο«Τα Γλυπτά της Αθήνας» στις εκδόσεις Ποταμός για τα γλυπτά της Αθήνας, «χρειάζεται καταρχάς να ανακοινωθούν οι προδιαγραφές που θα πρέπει να έχει το έργο και η χωροθέτησή του». Ακολουθεί μια αρχική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για να μπορέσει να γίνει η έναρξη της διαδικασίας, η οποία προβλέπει –βέβαια– ειδική επιτροπή που θα επωμιστεί την επιλογή του Α’ Βραβείου, δηλαδή της πρότασης που θα επικρατήσει τελικά. Στην επιτροπή αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, παίρνουν επίσης μέρος μέλη του ΕΕΤΕ, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και άτομα με αρμόδιες ειδικότητες. Μετά την επιλογή του Βραβείου, υπάρχει επιτροπή παρακολούθησης του έργου και επιτροπή παραλαβής. «Καμιά φορά τα μέλη των επιτροπών αυτών είναι ίδια, άλλες φορές αλλάζουν. Έχει να κάνει με τον φορέα της τοπικής αυτοδιοίκησης που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας το εγχείρημα» τονίζει η ιστορικός τέχνης, η οποία εκτός από το βιβλίο είχε εκπονήσει διατριβή για τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο ΕΜΠ στον τομέα της προστασίας μνημείων, συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ έχει εργαστεί στον δήμο Αθηναίων στην διεύθυνση παραδοσιακών κτιρίων και μνημείων.
«Η επιτροπή που θα παρακολουθεί την ολοκλήρωση του έργου είναι πολύ σημαντική διότι θα δει μέσα στον χρόνο το έργο στην πλήρη του κλίμακα καθώς στους διαγωνισμούς οι προτάσεις που κατατίθενται έχουν την μορφή μακέτας. Οι αναλογίες παίζουν τεράστιο ρόλο και δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς την πλήρη εικόνα μέσα από το μικρό μέγεθος της αρχικής πρότασης» επισημαίνει. Η Εύα Μελά συμπληρώνει: «Κάποιοι δήμοι έχουν μόνιμες επιτροπές που αποφασίζουν και παρακολουθούν αυτά τα πράγματα, άλλοι όχι». Ο Δήμος Αθηναίων λ.χ. διαθέτει εννεαμελή επιτροπή, της οποίας η αρμοδιότητα είναι η γνωμοδότηση για αγορά γλυπτών έργων ή για απόκτηση μέσα από τον διαγωνισμό καθώς και για την αποδοχή δωρεών. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει και για θέματα μετακίνησης της θέσης των γλυπτών διότι η χωροθέτηση προβλέπει και δημόσια διαβούλευση με αρμοδίους και κατοίκους μιας περιοχής.
Αν όλα αυτά ισχύουν, τότε γιατί βλέπουμε τόση ακαλαισθησία γύρω μας; Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο που υπαγορεύει κάποιους κανόνες, ιδιαίτερα από το 1980 και μετά αλλά σε παλαιότερες περιόδους, το κράτος και οι ιδιώτες προχωρούσαν στην τοποθέτηση δημοσίων γλυπτών χωρίς να περάσουν από τις γνωστές διαδικασίες, με αποτέλεσμα η πόλη να έχει σήμερα ένα απόθεμα ασχήμιας. Δεν είναι λίγες οι φορές που εξοργισμένοι πολίτες στέλνουν επιστολές διαμαρτυρίας στον Δήμο Αθηναίων αλλά είναι πλέον πολύ αργά καθώς έχουν περάσει χρόνια από την ημέρα που τοποθετήθηκε ένα τερατούργημα και η απομάκρυνσή του δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ακόμα και σήμερα, οι επικεφαλής δημόσιων οργανισμών και φορέων έχουν την αρμοδιότητα να εγκρίνουν την επιλογή και την τοποθέτηση ενός έργου στον προαύλιο χώρο του κτιρίου τους. Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, Μουσεία (π.χ. το Πολεμικό που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας) μπορούν να τοποθετήσουν ό,τι θέλουν στον περιβάλλοντα χώρο, δίχως η επιλογή του έργου να πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες ενός πανελληνίου διαγωνισμού ή της έγκρισης από κάποιο δημόσιο γνωμοδοτικό όργανο. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αναρχία ή μια οπτική “πολυφωνία” στην πόλη.
Οι απευθείας αναθέσεις είναι λίγες πια, αλλά και η διοργάνωση πανελληνίων καλλιτεχνικών διαγωνισμών είναι επίσης σπάνιο φαινόμενο, δεδομένου ότι οι ΟΤΑ δεν έχουν χρήματα λόγω της οικονομικής κρίσης. Στον Δήμο Αθηναίων λ.χ. ο τελευταίος διαγωνισμός που έγινε αφορούσε την προτομή του Κωνσταντίνου Βέλλιου, έργο του γλύπτη Κώστα Αργύρη, η οποία τοποθετήθηκε το 2011 στο Πνευματικό Κέντρο. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι δήμοι και περιφέρειες αποκτούν έργα πρωτίστως μέσα από δωρεές. Και εδώ αρχίζει ένα άλλο πονεμένο κεφάλαιο.
Μια ερανική επιτροπή, ένας σύλλογος, ένας ιδιώτης και βέβαια ένας καλλιτέχνης μπορούν να προχωρήσουν στη δωρεά ενός έργου προς το δημόσιο. Οι δήμοι ή οι περιφέρειες πρέπει να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία μέσα από την οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η δωρεά: αφού κατατεθεί πλήρης φάκελος με το σκεπτικό της δωρεάς, αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα του γλύπτη, πρόταση για το πού θα μπορούσε να χωροθετηθεί το γλυπτό (συνήθως εισηγητική και όχι δεσμευτική), τότε στην καλύτερη περίπτωση το αίτημα εξετάζεται από ειδική επιτροπή αλλιώς από το δημοτικό συμβούλιο. Στις μεγάλες πόλεις υπάρχει καλύτερη οργάνωση και τηρούνται οι διαδικασίες που προβλέπουν οι κανονισμοί. Σε μικρότερους δήμους, πολλές δωρεές γίνονται δεκτές μέσα από προσωπικές σχέσεις, “υποχρεώσεις” προς τους δωρητές ή τους καλλιτέχνες. Κάπως έτσι ξεφυτρώνουν απίστευτες εικαστικές δημιουργίες σε κάθε άκρη της Ελλάδας και η ασχήμια καραδοκεί ακόμα και στα πιο παρθένα μέρη.
Δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργούνται αντιδράσεις και η τοπική κοινωνία διχάζεται, ακόμα και αν πρόκειται για καταξιωμένο γλύπτη. Προσφάτως ο καλλιτέχνης Κωστής Γεωργίου, που έχει πολλές διεθνείς εκθέσεις στο βιογραφικό του και υπογράφει το έργο με τους ταύρους που κρέμεται στο πρωθυπουργικό γραφείο του Αλέξη Τσίπρα, έκανε δωρεά δύο έργα του στη Βούλα και τη Βουλιαγμένη (αναμένεται και ένα τρίτο στη Βάρκιζα), τα οποία τοποθετήθηκαν σε πολυσύχναστα σημεία των δύο δήμων. Και ναι μεν το δημοτικό συμβούλιο Βάρης Βουλιαγμένης και Βούλας αποδέχθηκε τη δωρεά και το εγχείρημα προχώρησε με ένα μέρος των εξόδων της παραγωγής των έργων να καλύπτεται από τον Δήμο, όμως κάποιοι κάτοικοι αντέδρασαν, και μάλιστα έντονα.
«Προσπάθησα να δώσω ψυχή σε αυτό το σημείο της παραλιακής και νομίζω ότι τα κατάφερα. Το έργο μου αρέσει και οι αντιδράσεις έχουν προέλθει μονάχα από μερίδα της αντιπολίτευσης στον δήμο», είπε ο καλλιτέχνης στο inside story.
«Δεν ταιριάζει καθόλου στο πολυσύχναστο σημείο όπου τοποθετήθηκε, αλλά δεν ταιριάζει και με τη φυσιογνωμία της περιοχής», λέει η κάτοικος Ελίνα Κουγιτάκη, που δηλώνει ότι δεν ταυτίζεται με καμία δημοτική παράταξη. «Ζω εδώ και δεκαετίες στη Βουλιαγμένη και μιλώντας με φίλους και γείτονες γνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια στην τοπική κοινωνία, όχι μόνο για το γλυπτό που λέγεται “Equus” αλλά και για το γεγονός ότι ο δήμος έδωσε χρήματα για την παραγωγή των τριών αυτών έργων από τον καλλιτέχνη, ένα ποσό που ανέρχεται περίπου σε 25.000 ευρώ. Πιστεύω ότι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν γνώμη σε τέτοια θέματα και να μην επαφίενται στο γούστο της εκάστοτε δημοτικής αρχής».
Η χωροθέτηση είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο ζήτημα. H Ελένη Πολυχρονάτου, εικαστικός η ίδια και ιστορικός τέχνης με διατριβή στα έργα μεγάλης κλίμακας στον δημόσιο χώρο, επισημαίνει ότι το να επιλεγεί το σωστό σημείο είναι το πιο καίριο ζήτημα για να αναδειχθεί η να χαντακωθεί ένα γλυπτό. «Η συνομιλία με το αστικό ή το φυσικό περιβάλλον είναι πολύ σημαντική και ο ζωτικός χώρος γύρω από ένα έργο τέχνης παίζει σπουδαίο ρόλο για την πρόσληψή του. Πολλές φορές έχουμε ένα άσχημο γλυπτό που μπορεί να χαλάει μια γωνιά της πόλης αλλά και το αντίθετο: ένα καλό γλυπτό χάνεται μέσα στην ακαλαισθησία».
Η Ζέττα Αντωνοπούλου, γνωρίζοντας καλά τα γλυπτά της Αθήνας, τονίζει πως οι σκαπανείς της διαμόρφωσης του δημοσίου χώρου στην πρωτεύουσα μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους είχαν διαλέξει τα πιο ωραία σημεία για να τοποθετήσουν τα γλυπτά που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα, ενώ υπήρχε μια αρμονία και με τα οικοδομήματα που τότε είχαν μόλις ανεγερθεί. «Δυστυχώς, αργότερα προκλήθηκε στην πόλη κάτι που εγώ θα χαρακτήριζα ως ασφυξία. Είναι πια τόσα τα γλυπτά και τέτοια η χωροθέτησή τους, που περνάμε από μπροστά τους χωρίς να αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους».
Η ιστορικός τέχνης και διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης Συραγώ Τσιάρα έχει μελετήσει τα μνημεία και τα δημόσια γλυπτά εθνικής μνήμης στην Μακεδονία: «Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πνεύμα με το οποίο τοποθετούνταν τα γλυπτά ή γινόταν η ανέγερση των μνημείων είχε να κάνει με την τόνωση του εθνικού συναισθήματος. Είχαν χαρακτήρα αναμνηστικό, φρονηματιστικό, εξυμνητικό. Η Μικρασιατική Καταστροφή ανέκοψε λίγο αυτήν την πορεία, καθώς αρχικά σχεδιαζόταν να εορταστούν τα 100 χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας μας το 1921-22, κάτι που μετατέθηκε τελικά προς το 1928-1930. Τα υπουργεία Εσωτερικών ή Εθνικής Άμυνας είχαν και τη δικαιοδοσία στην τοποθέτηση μνημείων και γλυπτών ακριβώς επειδή ήταν φορτισμένα με την εθνική μνήμη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, στα χρόνια της επιστροφής σε μια κανονικότητα, παρατηρούμε και πρωτοβουλίες από συλλόγους, φορείς και την τοπική αυτοδιοίκηση για μνημεία που να ικανοποιούν τις δικές τους προτεραιότητες. Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1980 υπήρξε ένα κύμα δημόσιας γλυπτικής και μνημείων που αφορούσαν αυτό το θέμα, όπως επίσης αργότερα τον ποντιακό ελληνισμό σε διάφορα μέρη της Βόρειας Ελλάδος. Αυτό που θα συνέβαλε στην παραγωγή ποιοτικής δημόσιας γλυπτικής θα μπορούσε να είναι τα υπαίθρια συνέδρια γλυπτικής που έχουν κάνει κάποιες πόλεις, όπως τα Γιάννενα ή ο Βόλος, αλλά και μια προσεκτική πολιτική για την αναβάθμιση του δημοσίου χώρου».
Ο βασικός διαχωρισμός στην τοποθέτηση ενός γλυπτού στον αστικό ή φυσικό χώρο, είναι εάν αυτός είναι ιδιωτικός ή δημόσιος. Στην πρώτη περίπτωση, την αποκλειστική ευθύνη της επιλογής και χωροθέτησης έχει ο ιδιώτης, ακόμα και αν το έργο είναι σε δημόσια θέα. Δύο τέτοια παραδείγματα είναι ο Θνήσκων Κένταυρος από ορείχαλκο του Αντουάν Μπουρντέλ και η Σαπφώ, επίσης του ιδίου καλλιτέχνη, που μας υποδέχονται στα σκαλιά της Στέγης Γραμμάτων και ΤεχνώνΗ ιστοσελίδα του οργανισμού επί της Λεωφόρου Συγγρού. Μαζί με το Φιλί του Ροντέν, που βρίσκεται στο εσωτερικό του κτιρίου, συγκροτούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς οι ιδιώτες μπορούν να εισφέρουν ποιότητα στην αισθητική ενός οικοδομήματος το οποίο δέχεται καθημερινά εκατοντάδες επισκέπτες.
Το γούστο των εργολάβων και εικαστικές δημιουργίες με ...παντογράφο
Αν κοιτάξετε γύρω σας, θα βρείτε πάντα και εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, όπως η «γλυπτική διαμόρφωση» που έγινε στην Άνω Γλυφάδα στην συμβολή των οδών Αθανάτου, Σπερχειάδος και Κυνουρίας, η οποία σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ της Καθημερινής«Συμβαίνει στη Γλυφάδα», Η Καθημερινή, 19.11.2014 είχε αποφασιστεί από την δημοτική αρχή του Κ. Κοκκόρη (του αιρετού άρχοντα που είχε γίνει γνωστός κυρίως από την υπόθεση του αυθαίρετου νεκροταφείου στην αναδασωτέα περιοχή του ΥμηττούΗ αποκάλυψη έγινε από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ), είχε ανατεθεί απευθείας σε εργολάβο και υποτίθεται ότι κόστιζε 15.000 ευρώ. Κοτρώνες, κάκτοι και τσιμέντο σχημάτιζαν μια απαίσια σύνθεση, η οποία ευτυχώς γκρεμίστηκε από την επόμενη δημοτική αρχή.
Ορισμένες φορές λοιπόν, τον “καλλωπισμό” αναλαμβάνει στην πράξη ο ίδιος εργολάβος που φτιάχνει μια πλατεία ή ένα πάρκο, με τα γνωστά αντιαισθητικά αποτελέσματα που βλέπουμε μπροστά μας. Όπως υποστηρίζει η Εύα Μελά, «έχουμε δει ακόμα και έργα τέχνης που έχουν γίνει με σχέδια παντογράφου. Όμως η αυθαιρεσία συνεχίζεται καθώς τον τελευταίο καιρό το ΕΕΤΕ διαμαρτυρήθηκε διότι η Ιερά Σύνοδος πήρε την απόφαση να αναθέτει σε εργολάβους εργασίες τέτοιας φύσεως, άνευ καλλιτεχνικού διαγωνισμού. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού των ακινήτων που έχει η εκκλησία, αυτό μπορεί να έχει τεράστια σημασία για την αισθητική του δημοσίου χώρου».
Οι πανελλήνιοι καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί: από τη μακέτα στην πραγματικότητα
Τι χρειάζεται για να προχωρήσει η διενέργεια πανελληνίου καλλιτεχνικού διαγωνισμού, μέσα από τον οποίον θα προκριθεί εν τέλει το γλυπτό ή η εγκατάσταση που θα κοσμήσει ένα δημόσιο χώρο; Όπως μας ενημερώνει η ιστορικός τέχνης Ζέττα Αντωνοπούλου, η οποία έχει συγγράψει ένα βιβλίο«Τα Γλυπτά της Αθήνας» στις εκδόσεις Ποταμός για τα γλυπτά της Αθήνας, «χρειάζεται καταρχάς να ανακοινωθούν οι προδιαγραφές που θα πρέπει να έχει το έργο και η χωροθέτησή του». Ακολουθεί μια αρχική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για να μπορέσει να γίνει η έναρξη της διαδικασίας, η οποία προβλέπει –βέβαια– ειδική επιτροπή που θα επωμιστεί την επιλογή του Α’ Βραβείου, δηλαδή της πρότασης που θα επικρατήσει τελικά. Στην επιτροπή αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, παίρνουν επίσης μέρος μέλη του ΕΕΤΕ, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και άτομα με αρμόδιες ειδικότητες. Μετά την επιλογή του Βραβείου, υπάρχει επιτροπή παρακολούθησης του έργου και επιτροπή παραλαβής. «Καμιά φορά τα μέλη των επιτροπών αυτών είναι ίδια, άλλες φορές αλλάζουν. Έχει να κάνει με τον φορέα της τοπικής αυτοδιοίκησης που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας το εγχείρημα» τονίζει η ιστορικός τέχνης, η οποία εκτός από το βιβλίο είχε εκπονήσει διατριβή για τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο ΕΜΠ στον τομέα της προστασίας μνημείων, συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ έχει εργαστεί στον δήμο Αθηναίων στην διεύθυνση παραδοσιακών κτιρίων και μνημείων.
«Η επιτροπή που θα παρακολουθεί την ολοκλήρωση του έργου είναι πολύ σημαντική διότι θα δει μέσα στον χρόνο το έργο στην πλήρη του κλίμακα καθώς στους διαγωνισμούς οι προτάσεις που κατατίθενται έχουν την μορφή μακέτας. Οι αναλογίες παίζουν τεράστιο ρόλο και δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς την πλήρη εικόνα μέσα από το μικρό μέγεθος της αρχικής πρότασης» επισημαίνει. Η Εύα Μελά συμπληρώνει: «Κάποιοι δήμοι έχουν μόνιμες επιτροπές που αποφασίζουν και παρακολουθούν αυτά τα πράγματα, άλλοι όχι». Ο Δήμος Αθηναίων λ.χ. διαθέτει εννεαμελή επιτροπή, της οποίας η αρμοδιότητα είναι η γνωμοδότηση για αγορά γλυπτών έργων ή για απόκτηση μέσα από τον διαγωνισμό καθώς και για την αποδοχή δωρεών. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει και για θέματα μετακίνησης της θέσης των γλυπτών διότι η χωροθέτηση προβλέπει και δημόσια διαβούλευση με αρμοδίους και κατοίκους μιας περιοχής.
Γιατί τόση ακαλαισθησία;
Ακόμα και σήμερα, οι επικεφαλής δημόσιων οργανισμών και φορέων έχουν την αρμοδιότητα να εγκρίνουν την επιλογή και την τοποθέτηση ενός έργου στον προαύλιο χώρο του κτιρίου τους. Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, Μουσεία (π.χ. το Πολεμικό που βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας) μπορούν να τοποθετήσουν ό,τι θέλουν στον περιβάλλοντα χώρο, δίχως η επιλογή του έργου να πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες ενός πανελληνίου διαγωνισμού ή της έγκρισης από κάποιο δημόσιο γνωμοδοτικό όργανο. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αναρχία ή μια οπτική “πολυφωνία” στην πόλη.
Ο ρόλος των δωρεών
Μια ερανική επιτροπή, ένας σύλλογος, ένας ιδιώτης και βέβαια ένας καλλιτέχνης μπορούν να προχωρήσουν στη δωρεά ενός έργου προς το δημόσιο. Οι δήμοι ή οι περιφέρειες πρέπει να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη διαδικασία μέσα από την οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η δωρεά: αφού κατατεθεί πλήρης φάκελος με το σκεπτικό της δωρεάς, αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα του γλύπτη, πρόταση για το πού θα μπορούσε να χωροθετηθεί το γλυπτό (συνήθως εισηγητική και όχι δεσμευτική), τότε στην καλύτερη περίπτωση το αίτημα εξετάζεται από ειδική επιτροπή αλλιώς από το δημοτικό συμβούλιο. Στις μεγάλες πόλεις υπάρχει καλύτερη οργάνωση και τηρούνται οι διαδικασίες που προβλέπουν οι κανονισμοί. Σε μικρότερους δήμους, πολλές δωρεές γίνονται δεκτές μέσα από προσωπικές σχέσεις, “υποχρεώσεις” προς τους δωρητές ή τους καλλιτέχνες. Κάπως έτσι ξεφυτρώνουν απίστευτες εικαστικές δημιουργίες σε κάθε άκρη της Ελλάδας και η ασχήμια καραδοκεί ακόμα και στα πιο παρθένα μέρη.
Άκαρπες αντιδράσεις
«Προσπάθησα να δώσω ψυχή σε αυτό το σημείο της παραλιακής και νομίζω ότι τα κατάφερα. Το έργο μου αρέσει και οι αντιδράσεις έχουν προέλθει μονάχα από μερίδα της αντιπολίτευσης στον δήμο», είπε ο καλλιτέχνης στο inside story.
«Δεν ταιριάζει καθόλου στο πολυσύχναστο σημείο όπου τοποθετήθηκε, αλλά δεν ταιριάζει και με τη φυσιογνωμία της περιοχής», λέει η κάτοικος Ελίνα Κουγιτάκη, που δηλώνει ότι δεν ταυτίζεται με καμία δημοτική παράταξη. «Ζω εδώ και δεκαετίες στη Βουλιαγμένη και μιλώντας με φίλους και γείτονες γνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια στην τοπική κοινωνία, όχι μόνο για το γλυπτό που λέγεται “Equus” αλλά και για το γεγονός ότι ο δήμος έδωσε χρήματα για την παραγωγή των τριών αυτών έργων από τον καλλιτέχνη, ένα ποσό που ανέρχεται περίπου σε 25.000 ευρώ. Πιστεύω ότι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν γνώμη σε τέτοια θέματα και να μην επαφίενται στο γούστο της εκάστοτε δημοτικής αρχής».
Το ζήτημα της χωροθέτησης
Η Ζέττα Αντωνοπούλου, γνωρίζοντας καλά τα γλυπτά της Αθήνας, τονίζει πως οι σκαπανείς της διαμόρφωσης του δημοσίου χώρου στην πρωτεύουσα μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους είχαν διαλέξει τα πιο ωραία σημεία για να τοποθετήσουν τα γλυπτά που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα, ενώ υπήρχε μια αρμονία και με τα οικοδομήματα που τότε είχαν μόλις ανεγερθεί. «Δυστυχώς, αργότερα προκλήθηκε στην πόλη κάτι που εγώ θα χαρακτήριζα ως ασφυξία. Είναι πια τόσα τα γλυπτά και τέτοια η χωροθέτησή τους, που περνάμε από μπροστά τους χωρίς να αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους».
Εθνικοί συμβολισμοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου