Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Σκάρος: Η πρωτεύουσα της ενετοκρατούμενης Θήρας


Ο Σκάρος από το Μεροβίγλι
Ο εντυπωσιακός βράχος του Σκάρου, που προεξέχει δυναμικά, σαν να θέλει να ξεκολλήσει απο τα τοιχώματα της καλντέρας, αποτελεί ένα απο τα πλέον χαρακτηριστικά τοπόσημα της Σαντορίνης, απ’ όπου κι αν ατενίζει κανείς το μοναδικό αυτό σύμπλεγμα νησιών και ηφαιστείων. Μόνη εμφανής ανθρώπινη παρουσία το ξωκκλήσι της Θεοσκέπαστης, προς τη μεριά της καλντέρας. Κι όμως, ο τόπος αυτός κάποτε φιλοξενούσε μια πολύβουη πολιτεία…
Η ιστορία του Σκάρου αρχίζει το 1207, μετά την εδραίωση της ενετικής κατοχής στην Θήρα και την ένταξη του νησιού στο Δουκάτο του Αιγαίου. Στον φυσικά οχυρό βραχώδη όγκο επέλεξαν οι νέοι άρχοντες να ιδρύσουν την πρωτεύουσά τους: εκεί έκτισαν το δουκικό παλάτι, τον καθεδρικό ναό (ντόμο) και έδρα του καθολικού επισκόπου του νησιού, μοναστήρια και αρχοντικές κατοικίες. Στα 1480, το νησί παραδίδεται στον Ντομένικο Πιζάνι, γιό του δούκα της Κρήτης, ως προίκα για το γάμο του με την κόρη του δούκα της Νάξου, πριγκίπισσα Φιορέντζα. Οι περιγραφές των εορτασμών που συνόδευαν την παράδοση του Κάστρου περιλαμβάνουν πολύτιμες μαρτυρίες για την εικόνα της πόλης. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα το Δουκάτο του Αιγαίου περνάει πλέον στην κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Σκάρος υφίσταται μεγάλες καταστροφές από τον τρομερό σεισμό του 1650. Οι κάτοικοι αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν το περιοριστικό και επικίνδυνο περιβάλλον του Κάστρου και τη δύσκολη ζωή που περιγράφουν πολλοί περιηγητές, και να ιδρύσουν νέο «μητροπολιτικό» κέντρο στα Φηρά. Η μετοίκηση ολοκληρώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, μετά τον περιορισμό του πειρατικού κινδύνου. Το 1850, στη θέση της παλιάς ακμάζουσας πολιτείας υπάρχουν μόνο τάφοι και ορνιθοτροφεία, γράφει ο περιηγητής Leycester.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της κοινότητας του Σκάρου στην πνευματική ζωή του νησιού την περίοδο της ακμής του διαφαίνεται από το πλήθος και τη σημασία των μονών που ιδρύθηκαν εντός του Κάστρου. Από τις παλαιότερες είναι η μονή Δομηνικανών μοναχών της Αγίας Αικατερίνης της Σιέννας, που ιδρύθηκε στα 1595 από τον Μαρίνο Δαργέντα, γόνο του εκλατινισμένου κλάδου της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας των Αργυρών. Έντονη υπήρξε και η δραστηριότητα του τάγματος των Ιησουϊτών, όπως αποδεικνύει η λειτουργία σχολείου στο Σκάρο. Υπήρχαν επίσης ορθόδοξοι ναοί όπως της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Θεοδοσίας μπροστά από την πύλη του Κάστρου καθώς και η μονή Αγίου Νικολάου, που ιδρύθηκε το 1651 από την εξελληνισμένη λατινική οικογένεια των Γκύζη. Σ΄ αυτές τις μονές, καθολικές και ορθόδοξες, υπηρέτησαν ως μοναχοί γόνοι επιφανών οικογενειών της Θήρας.
Μια ανέλπιστη εικόνα της πόλης λίγο πριν την εγκατάλειψή της μας δίδει ένα σχέδιο της συλλογής Thomas Hope (1788) που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη . Ο οικισμός παρουσιάζεται ως ένα πυκνοδομημένο σύνολο με φρουριακό χαρακτήρα. Το συνεχές μέτωπο των σπιτιών με τα ολιγάριθμα και μικρά ανοίγματα δημιουργεί ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος προστατεύει τον οικισμό προς την πλευρά της μόνης δυνατής πρόσβασης, την ανατολική. Οι πύλες «έκλειναν όταν υπήρχε φόβος εχθρικής εισβολής», μας πληροφορεί ο F. Richard (1642), ενώ για μεγαλύτερη ασφάλεια στην πύλη οδηγούσε κινητή, ξύλινη γέφυρα τα θεμέλια της οποίας διακρίνονται ακόμα.

Το σχέδιο της συλλογής του Thomas Hope (Μουσείο Μπενάκη) και η ερμηνεία του.
Στα λιγοστά ερείπια που απέμειναν από τις κατακρημνίσεις των βράχων βλέπει κανείς σήμερα κατάλοιπα από τοίχους, θόλους και στέρνες. Στα ερείπια αυτά ο χρόνος έχει σταματήσει στον 17ο αιώνα.
Το κείμενο της Κλαίρης Παλυβού, καθηγήτριας αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δημοσιεύτηκε στο  Santorini Guidebook 2012
  Εικόνα i Το Ημεροβίγλι όπως φαίνεται από τον Σκάρο
                                     
Εικόνα ii Το εκκλησάκι της Θεοσκέπαστης στην μπροστινή
           πλευρά του Σκάρου αγναντεύει την καλντέρα



Αφιέρωμα στη Σαντορίνη (Απόσπασμα)
Του Ηλία Βενέζη (1904-1973)

 [...]άξαφνα σιγανός, σιγανότατος ψίθυρος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις, μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Κάτω απ’ τα ερείπια του κάστρου των Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Ορθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας της ανένδοτης, ώ τι συγκίνηση που ήταν!

Σαν αέρας βίαιος να μας έσεισε. Κάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Και τότε πρόβαλε μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, πάντα, άσπρο, πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ’ τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω απ’ το ηφαίστειο.

Oι ύμνοι τώρα έρχονταν πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των Ελλήνων. Μοναχά ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο με δυο όφεις. Και μπρος στο Ιερό, κάτω απ’ το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό κεφάλι, απορροφημένες στη δέησή τους, μόνες με τον εαυτό τους και με το Θεό, ξυπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια διάβαζε τα τροπάρια απ’ τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων"1 όλα ήταν κατάνυξη και ερημιά. Οι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος:

"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Παρθένε, συ με κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".

Άκουσαν τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα εμάς. Έτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.

Μας συνεπήρε κ’ εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα, προσευχηθήκαμε κ’ εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.

Σαν τέλειωσε η παράκληση και οι γυναίκες σηκωθήκαν απ’ τις πλάκες, ωχρές, γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Μας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα το νησί, με τα πόδια, ν’ ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι και φέτος ξεκινήσανε. Με τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ’ τον Πύργο, ξυπόλυτες, κ’ η σκόνη σκέπαζε τα σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ’ τη χάρη της, μετά τη Θεοσκέπαστη, θ’ ανηφορίζαν για τ’ άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.

Bγάλανε απ’ το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ᾿ τη μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Μα επιμείνανε να το πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σα να το γυρεύαν για χάρη.

"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.

Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε λίγο ακόμα στη Θεοσκέπαστη, μια ακόμα ελληνική ώρα. Καθώς έβλεπα ν’ ανηφορίζουνε το, σκαλισμένο στο βράχο, μονοπάτι του Σκάρου οι μαυροφορεμένες, ξυπόλυτες γυναίκες της Σαντορίνης, πηγαίνοντας ν’ ανάψουν τα καντήλια στ’ άλλα εξωκλήσια, ικέτιδες για τα παιδιά τους, πεινασμένες, διψασμένες στην άνυδρη γη τους, -θυμήθηκα απότομα τη μακρινή μεγάλη πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων. Ώ, τι ξένη πόλη, ξεκομμένη απ’ τον κορμό της Ελλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανά της, για την πικρία και την καρτερία της, αδιάφορη και αλαζών, αυτή η πόλη των Αθηνών!

Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 698 (1η Αυγούστου 1956)


                                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποια είναι η ελληνική ταυτότητα σήμερα;

Διαβάστε την άποψη 8 σημαντικών ανθρώπων στο  Αφιέρωμα στην ελληνική ταυτότητα .